Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [121 - 140]
-
παιδο-φίλης[ῐ], -ου, ὁ, = παιδεραστής, σε Θέογν.
-
παιδο-φόνος, -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει παιδιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· παιδοφόνος συμφορή, το δυστύχημα ή η συμφορά του να έχει κάποιος σκοτώσει παιδί, σε Ηρόδ.· παιδοφόνον αἷμα, το αίμα σκοτωμένων παιδιών, σε Ευρ.
-
παιδο-φορέω, μέλ. -ήσω, (φέρω)· μεταφέρω μακριά ένα παιδί, σε Ανθ.
-
παίζω, Δωρ. παίσδω, μέλ. παιξοῦμαι και παίξομαι, αόρ. αʹ ἔπαιξα, παρακ. πέπαικα, αργότερα πέπαιχα — Παθ., παρακ. πέπαισμαι, αργότερα πέπαιγμαι (παῖς)· I. 1. κυρίως, παίζω όπως τα παιδιά, διασκεδάζω, παίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. χορεύω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ησίοδ. 3. παίζω παιχνίδι, σφαίρῃ παίζω, παίζω μπάλα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, παίζω σφαῖραν, σε Πλούτ. 4. παίζω μουσικό όργανο, σε Ομηρ. Ύμν. II. 1. διασκεδάζω, παίζω, αστειεύομαι, κάνω αστεία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· παίζω πρός τινα, περιπαίζω κάποιον, τον εμπαίζω, σε Ευρ.· παίζω εἰς τι, λέω αστεία σχετικά με κάποιο πράγμα, σε Πλάτ.· η μτχ. παίζων χρησιμ. απόλ., πάνω στην πλάκα, αστειευόμενος, στον ίδ. — Παθ., ὁ λόγος πέπαισται, ειπώθηκε ως αστείο, σε Ηρόδ.· ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν, αρκετά ειπώθηκαν ως αστεία, σε Πλάτ. 2. με αιτ., παίζω μαζί με, σε Ανθ., Λουκ.
-
Παιηόνιος, -α, -ον, θεραπευτής, όπως το Παιώνιος, σε Ανθ.
-
παιήσω, μέλ. του παίω.
-
Παιήων, -ονος, ὁ, Επικ. αντί Παιάν.
-
παιξοῦμαι ή παίξομαι, μέλ. του παίζω.
-
Παίονες, οἱ, οι Παίονες, οι κάτοικοι της Μακεδονίας, σε Ομήρ. Ιλ.· Παίων στρατός, σε Ευρ.· Παιονία, Ιων. -ίη, ἡ, η χώρα τους, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. Παιονικός, -ή, -όν, αυτός που κατάγεται από την Παιονία, σε Θουκ.· ανώμ. θηλ. Παιονίς, -ίδος, σε Ηρόδ.
-
παιόνιος, -η, -ον, ποιητ. αντί παιώνιος, σε Ανθ.
-
παιπάλη[ᾰ], (αναδιπλ. από πάλη, Λατ. pollen), το πολύ αλεσμένο αλεύρι ή κριθάρι, Λατ. flos farinae, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για πανούργους ανθρώπους, στο ίδ.
-
παιπάλημα, -ατος, τό όπως παιπάλη, πράγμα εξαιρετικά λεπτό· πολύ ευγενικός στους τρόπους, λέγεται για άνθρωπο, σε Αριστοφ., Αισχίν.
-
παιπᾰλόεις, -εσσα, -εν, βραχώδης, πετρώδης, παλιά Επικ. λέξη αμφίβ. προέλ., επίθ. που λέγεται για λόφους, μονοπάτια δασών και βραχώδη νησιά, σε Όμηρ.
-
παῖς, Επικ. επίσης παΐς, παιδός, ὁ, ἡ· γεν. πληθ. παίδων, δοτ. παισί, Επικ. παίδεσσι· I. 1. σε σχέση με καταγωγή, παιδί, είτε γιος είτε κόρη, σε Ομήρ. Ιλ.· παῖς παιδός, το παιδί του παιδιού, εγγονάκι, στο ίδ.· Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων, σε Ευρ.· λέγεται για τα ζώα, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., ἀμπέλου παῖς, δηλ. κρασί, σε Πίνδ. 3. περιφραστικά, δυστήνων παῖδες (βλ. δύστηνος)· οἱ Λυδῶν παῖδες, οι γιοι των Λυδών, δηλ. οι Λυδοί, σε Ηρόδ.· παῖςἙλλήνων, σε Αισχύλ.· οἱ Ἀσκληπιοῦ παῖδες, δηλ. οι γιατροί, σε Πλάτ. κ.λπ. II. σε σχέση με την ηλικία, παιδί ή νέος, νεαρός, παληκάρι ή νέα κοπέλα, παρθένα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με άλλο ουσ., παῖς συφορβός, χοιροβοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ παιδός, από παιδί, σε Πλάτ.· ἐκ παίδων ή παίδων εὐθύς, στον ίδ.· εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών, σε Δημ. III. σε σχέση με την κατάσταση, δούλος, υπηρέτης, άντρας ή γυναίκα, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
-
παίσατε, βʹ πληθ. αορ. αʹ του παίζω.
-
παίσδω, Δωρ. αντί παίζω.
-
παι-φάσσω (αναδιπλ. από √ΦΑ του φαίνομαι), μόνο στον ενεστ., τινάσσομαι ή ορμώ άγρια, σε Ομήρ. Ιλ.
-
παίω (Α), μέλ. παίσω και παιήσω, αόρ. αʹ ἔπαισα, παρακ. πέπαικα — Μέσ. αόρ. αʹ ἐπαισάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐπαίσθην, παρακ. πέπεσμαι· I. 1. χτυπώ, πλήττω, σε Ηρόδ., Τραγ.· παίω τινὰ ἐς τὴν γῆν, σε Ηρόδ.· παίω τινὰ ἐς τὴν γαστέρα, σε Αριστοφ.· εἰς τὰ στέρνα ή κατὰ τὸ στέρνον, σε Ξεν.· με διπλή αιτ., παίω τινὰ τὸ νῶτον, σε Αριστοφ.· επίσης με σύστ. αντ., ὀλίγας παίω (ενν. πληγάς), σε Ξεν.· παίω ἅλμην, λέγεται για τους κωπηλάτες, σε Αισχύλ. — Μέσ., ἐπαίσατο τὸν μηρόν, χτύπησε τον μηρό του, σε Ξεν. 2. με αιτ. οργάνου, χτυπώ, κρούω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ναῦς ἐν νηῒ στόλον ἔπαισε, ένα πλοίο χτύπησε με την άκρη του πάνω σε κάποιο άλλο, σε Αισχύλ.· μεταφ., ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς μέγα βάρος ἔπαισεν, ο θεός έριξε μεγάλο βάρος πάνω μου, δηλ. με χτύπησε σκληρά, σε Σοφ.· ἔπαισας ἐπὶ νόσῳ νόσον, στον ίδ. 3. απομακρύνω, τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας, σε Αριστοφ. 4. πλήττω σκληρά με τα λόγια, στον ίδ. II. αμτβ., χτυπώ ή συγκρούομαι, Λατ. illido, πρός τινι ή τι, σε Αισχύλ., Ξεν.· με αιτ., παίειν ἄφαντον ἕρμα, χτυπάει πάνω σε κρυμμένο σκόπελο, σε Αισχύλ.· ομοίως, στήλην παίσας, λέγεται για ηνίοχο, σε Σοφ.
-
παίω (Β), = πατέομαι, τρώω, σε Αριστοφ.
-
Παιών, παιών, άλλος τύπος των λέξεων Παιάν, παιάν.