Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [1081 - 1100]
παρέμμεναι, Επικ. αντί -εἶναι, απαρ. του πάρειμι (εἰμί, Λατ. sum).
παρ-εμπίπλημι, γεμίζω κρυφά με κάτι, με γεν., σε Πλούτ.
παρ-εμπίπραμαι, Παθ., παίρνω φωτιά από την τριβή, σε Στράβ.
παρ-εμπίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -ενέπεσον· διεισδύω λαθραίως, διολισθαίνω, μπαίνω κρυφά, σε Πλάτ., Αισχίν.
παρ-εμπολάω, μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι κάτι λαθραία, κάνω λαθρεμπόριο, σε Ευρ.
παρ-εμπόρευμα, -ατος, τό, εμπόρευμα μικρής αξίας· μεταφ., παράρτημα, σε Λουκ.
παρ-εμπορεύομαι, αποθ., εμπορεύομαι επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι, προσφέρω τέρψη εκτός από διδασκαλία, σε Λουκ.
παρενεγκεῖν, απαρ. αορ. βʹ του παραφέρω.
παρενήνεον, παρατ. του παρανηνέω.
παρενήνοθε, βλ. ἐνήνοθε.
παρενθεῖν, Δωρ. αντί παρελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του παρέρχομαι.
παρ-ενθήκη, , κάτι που τοποθετείται επιπλέον, προσθήκη, παράρτημα, σε Ηρόδ.· παρενθήκην ἔχρησε ἐς Μιλησίους, έδωσε χρησμό με τη μορφή της παρένθεσης, στον ίδ.
παρ-ενοχλέω, μέλ. -ήσω, ενοχλώ φοβερά, σε Κ.Δ.Παθ., καὶ ὑμεῖς παρηνώχλησθε (βʹ πληθ. Παθ. παρακ.), σε Δημ.
παρ-ενσᾰλεύω, μέλ. -σω, σαλεύω εδώ και εκεί, σε Αριστοφ.
παρ-εντείνω, μέλ. -τενῶ, διεγείρω τη δραστηριότητα κάποιου, τον υποκινώ, σε Πλούτ.
πᾰρέξ, βλ. παρέκ.
παρ-εξαίρω, μέλ. -ᾰρῶ, υψώνω πλησίον, σε Στράβ.
παρ-εξαυλέω, μέλ. -ήσω, από όπου η μτχ. Παθ. παρακ. παρεξηυλημένοι· λέγεται για μουσικά όργανα φθαρμένα από την πολλή χρήση, και επομένως γενικά, καταπονημένος, φθαρμένος, σε Αριστοφ.
παρ-έξειμι (εἶμι Λατ. ibo), απαρ. -εξιέναι· I. 1. περνώ πλησίον, παρέρχομαι, με αιτ. τόπου, σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ., σε Ευρ. κ.λπ. 2. παρεκτρέπομαι από το δρόμο, σε Πλάτ. II. παραστρατώ, παραβιάζω, Διὸς νόον, σε Ομήρ. Οδ.· δίκην, σε Σοφ.
παρεξ-ειρεσία, , μέρος του πλοίου που δεν είναι κατειλημμένο από κωπηλάτες, πρύμνη ή πλώρη, σε Θουκ.