Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ΠΕΡΙΟΥΣΊΑ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περιουσία, , (περί-ειμι, Λατ. supersum)· I. αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, πλεόνασμα, περίσσευμα, αφθονία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. II. 1. απόλ., αφθονία, πλούτος, περιουσία, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ περιουσίας, με αφθονία σε άλλα μέσα, Λατ. ex abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· εἰς περιουσίαν, έτσι ώστε να προκύψει όφελος, σε Δημ.· ἐκ περιουσίας, σε αφθονία, στον ίδ. 2. υπεροχή σε αριθμό ή δύναμη, σε Θουκ. 3. διάσωση κάποιου, επιβίωση, τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσία; ποια είναι η πιθανότητα σωτηρίας; σε Δημ.