Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [881 - 900]
ὅπερ, Επικ. αντί ὅσπερ.
ὀπέων, Επικ. αντί ὀπάων.
ὀπή, , 1. άνοιγμα, τρύπα, σε Αριστοφ. 2. τρύπα στη σκεπή, που χρησιμεύει ως καπνοδόχος, στον ίδ.
ὅπη, Επικ. ὅππη, Δωρ. ὅπᾱ, Ιων. ὅκη, επίρρ. (κανονικά δοτ. από αρχ. αντων. *ὁπόςI. 1. λέγεται για τόπο, μέσω ποιας οδού, Λατ. qua· επίσης, = ὅπου, όπου, Λατ. ubi, σε Όμηρ.· συχνά όπως το ὅποι, σε ποιο μέρος, Λατ. quo, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ. 2. με γεν., ὅπη γᾶς, Λατ. ubi terrarum, οπουδήποτε στον κόσμο, σε Ευρ. II. λέγεται για τρόπο, με ποιον τρόπο; πώς, σε Όμηρ., Αττ.· ὅπηἄν, με υποτ. όπως άλλοι σύνδεσμοι, ὅπη ἄν δοκῇ ἀμφοτέροις, σε Συνθήκη παρά Θουκ.· ἔσθ' ὅπη ή ἔστιν ὅπη, με οποιονδήποτε τρόπο, με κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.
ὀπηδέω, ὀπηδός, Ιων. αντί ὀπᾱδ-.
ὁπηνίκᾰ, Δωρ. ὁπᾱνίκα, I. 1. επίρρ., συσχετικό προς το πηνίκα, σε ποια χρονική στιγμή, την ώρα κατά την οποία, τη μέρα κατά την οποία, σε Σοφ. κ.λπ.· ὁπηνίκα ἄν, σε οποιαδήποτε ώρα ή στιγμή, στον ίδ. 2. σε πλάγιες ερωτήσεις, ἣν ὥραν προσήκει ἰέναι, καὶ ὁπηνίκα ἀπιέναι, σε Αισχίν.· σε απάντηση ευθείας ερώτησης, πηνίκ' ἐστὶντῆς ἡμέρας; ὁπηνίκα; τι ώρα είναι; τι ώρα, με ρωτάς;, σε Αριστοφ.· με γεν., ὁπηνίκα τῆς ὥρας, σε Ξεν. II. με μτβ. σημασία, υποθέτοντας ότι, ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς, σε Δημ.
ὀπίας (ενν. τυρός), , τυρί από γάλα που έχει πήξει με χυμό από σύκα (ὀπός), σε Αριστοφ. (με παρηχητικό λογοπαίγνιο στο ὀπή)· ως πλήρης φράση, τυρὸς ὀπίας, σε Ευρ.
ὀπίζομαι (ὄπις), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Επικ. βʹ ενικ. ὀπίζεο, γʹ ενικ. ὠπίζετο· 1. κοιτάζω, αντιμετωπίζω με σεβασμό και δέος, Λατ. vereri, revereri, σε Όμηρ.· απόλ., ὀπιζόμενος, ευσεβής άνθρωπος, σε Πίνδ.· χάρις ὀπιζομένα, ευσεβές αίσθημα ευγνωμοσύνης, στον ίδ. 2. φροντίζω για, με γεν., σε Θέογν.· ομοίως στην Ενεργ., σώματος ὀπίζων, σε Ανθ.
ὄπῐθε και ὄπῐθεν, Επικ. αντί ὄπισθε, ὄπισθεν.
ὀπῐθό-μβροτος, -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.
Ὀπῐκοί, οἱ, I. οι Opici, αρχαίος λαός της Νότιας Ιταλίας, σε Αριστ.· επίσης Ὄπικες, σε Θουκ.· Ὀπικία, , η χώρα τους, στον ίδ. II.Ὀπικός, , -όν, βαρβαρικός, σε Ανθ.
ὀπιπτεύω, μέλ. -σω (αναδιπλ.ΟΠ του ὄπ-ωπα), I. κοιτάζω ολόγυρα, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία προς, με αιτ., σε Όμηρ. II. στήνω ενέδρα, παραμονεύω, παραφυλάω, οὐλάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Ιλ.
ὄπῐς, -ῐδος, , αιτ. ὄπιν και ὄπῐδα· ποιητ. δοτ. ὄπῑ· (√ΟΠ του ὄψI. λέγεται για θεούς, 1. με αρνητική σημασία, ὄπις θεῶν, τιμωρία ή ένσκηψη των θεών εξαιτίας της παραβίασης θείων νόμων, σε Όμηρ., Ησίοδ.· χωρίς το θεῶν, θεία δίκη, σε Ομήρ. Οδ. 2. με θετική σημασία, φροντίδα ή εύνοια από μέρους των θεών, σε Πίνδ. II. λέγεται για ανθρώπους, σεβασμός τον οποίο επιδεικνύουν οι άνθρωποι προς τους θεούς, θρησκευτικό δέος, λατρεία, ευλάβεια, οὐδὲθεῶν ὄπιν ἔχοντας, χωρίς να επιδεικνύουν σεβασμό ούτε στους θεούς, σε Ηρόδ.· ὄπι ξένων, με σεβασμό απέναντι στους φιλοξενούμενούς του, σε Πίνδ.
ὄπισθεν, Ιων. και ποιητ. -θε πριν από σύμφωνο· επίσης ποιητ. ὄπῐθεν, -θε· (ὄπιςεπίρρ. I. 1. λέγεται για τόπο, πίσω, προς τα πίσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱ ὄπισθεν, εκείνοι που έχουν εγκαταλειφθεί πίσω, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τοὺς ὄπισθεν ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν, θα οδηγήσουμε προς τα εμπρός αυτούς που έχουν παραταχθεί πίσω, σε Σοφ.· τὰ ὄπισθεν, οπισθοφυλακή, νώτα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· εἰς τοὔπισθεν, πίσω, προς τα πίσω, σε Ευρ. κ.λπ. 2. ως πρόθ. με γεν., πίσω από, ὄπισθεν δίφροιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄπισθε τῆς θύρης, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. λέγεται για χρόνο, στο μέλλον, κατόπιν, έπειτα, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι, στα επόμενα βιβλία, σε Ηρόδ.
ὀπίσθιος, , -ον, αυτός που βρίσκεται πίσω, που ανήκει στο πίσω μέρος, Λατ. posticus, τὰ ὀπίσθια σκέλεα, τα πίσω πόδια των τετραπόδων, σε Ηρόδ.
ὀπισθο-βάμων[ᾱ], -ον, αυτός που βαδίζει προς τα πίσω, που οπισθοχωρεί, σε Ανθ.
ὀπισθό-γρᾰφος, -ον, γραμμένος στην πίσω πλευρά σελίδας ή εξώφυλλου, σε Λουκ.
ὀπισθο-δάκτῠλος, -ον, αυτός που έχει τα δάχτυλα των χεριών του λυγισμένα προς τα πίσω, σε Στράβ.
ὀπισθό-δομος, , πίσω δώμα ή εσώτερος οικίσκος του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών· χρησίμευε ως Θησαυρός (θησαυροφυλάκιο), σε Αριστοφ., Δημ.
ὀπισθο-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που βαδίζει προς τα πίσω ενώ βόσκει, λέγεται για συγκεκριμένα βοσκητικά ζώα με μεγάλα κέρατα, κυρτά προς τα εμπρός, που αναγκάζονται να βαδίζουν προς τα πίσω όταν βόσκουν, σε Ηρόδ.