Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [801 - 820]
ὀνομα-κλήτωρ, -ορος, (καλέω), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. nomenclator, σε Λουκ.
ὀνομα-κλῠτός, -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
ὀνομαστί, επίρρ. (ὀνομάζω), ονομαστικά, με το όνομα, σε Ηρόδ., Θουκ.
ὀνομαστός, Ιων. οὐνομ-, , -όν (ὀνομάζω),· I. φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ ὀνομαστός, αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. ακατονόμαστος, βδελυρός, Λατ. infandus, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για ξακουστό όνομα ή φήμη, αξιομνημόνευτος, ξακουστός, επιφανής, περίφημος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
ὀνομᾰτο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα των ανθρώπων, Λατ. nomenclator, σε Πλούτ.
ὀνομᾰτο-ποιέω, μέλ. -ήσω, δημιουργώ, πλάθω ονόματα, σε Αριστοφ.
ὀνόμηνα, Επικ. αντί ὠν-, αόρ. αʹ του ὀνομαίνω.
ὄνος, και , γάιδαρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· I. παροιμ.: 1. περὶ ὄνου σκιᾶς, λέγεται για ίσκιο γαϊδάρου, δηλ. για το τίποτε, Λατ. de lana caprina, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ὄνου πόκαι ή πόκες, βλ. πόκος II. 3. ἀπ' ὄνου πεσεῖν, αυτός που βρίσκει τον μπελά του από την ίδια του την αδεξιότητα, με λογοπαίγνιο από το ομόηχο ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, σε Αριστοφ. 4. ὄνος ἄγων μυστήρια, λέγεται για κάποιον βαρυφορτωμένο, στον ίδ. 5. ὄνου ὑβριστότερος, λέγεται για κτηνωδία, σε Ξεν. 6. ὄνου ὦτα λαβεῖν, όπως ο Μίδας, σε Αριστοφ. II. ὄνων φάτνη, φωτεινή σωρεία αστέρων στο μέσο του διαστήματος όπου βρίσκονται οι δύο ὄνοι (δύο αστέρες στον κόλπο του αστερισμού του Καρκίνου), Λατ. praesepe, σε Θεόκρ. III. από την ιδιότητα του γαϊδάρου ως αχθοφόρου ζώου: 1. μηχανή ανύψωσης, τροχαλία, σε Ηρόδ. 2. η επάνω μυλόπετρα του μύλου, ὄνος ἀλέτης, σε Ξεν.· ομοίως, μύλος ὀνικός, σε Κ.Δ. 3. μεγάλο πλατύστομο ποτήρι, κρασοπότηρο, σε Αριστοφ.
ὄνοσαι, Επικ. βʹ ενικ. του ὄνομαι.
ὀνοσσάμενος, μτχ. Επικ. αορ. αʹ του ὄνομαι· ὀνόσσεσθαι, Επικ. απαρ. μέλ.
ὀνοστός, , -όν (ὄνομαι), αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος ή αξιοκαταφρόνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
ὀνοτάζω, = ὄνομαι, κατηγορώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
ὀνοτός, , -όν, = ὀνοστός, σε Πίνδ.
ὀνο-φορβός, -όν (φέρβω), αυτός που τρέφει, που συντηρεί γαϊδάρους, σε Ηρόδ.
ὄντα, τά, πληθ. μτχ. ουδ. του εἰμί (sum)· I. τα πράγματα που υπάρχουν τώρα, τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· αλλά επίσης, πραγματικότητα, αλήθεια, ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ. II. όσα έχει στην κατοχή του κάποιος, περιουσία, όπως το οὐσία, σε Δημ.
ὄντως, επίρρ. μτχ. του εἰμί (sum), πράγματι, στ' αλήθεια, τωόντι, σε Ευρ. κ.λπ.· ὄντωςτε καὶ ἀληθῶς, πράγματι, στ' αλήθεια, σε Πλάτ.
ὄνῠμα, ὀνῠμάζω, ὀνυμαίνω, Αιολ. και Δωρ. αντί ὀνομ-.
ὄνυξ, -ῠχος, , Επικ. δοτ. πληθ. ὀνύχεσσι· Λατ. unguis· I. στον Όμηρ. μόνο στον πληθ., λέγεται για τα νύχια του αετού· λέγεται για ανθρώπους, νύχι, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για άλογα και βόδια, οπλή, σε Ξεν.· ιδιωματικές φράσεις, εἰς ἄκρους τοὺς ὄνυχας ἀφίκετο (ενν. ὁ οἶνος), το κρασί με ζέστανε ως τις άκρες των δακτύλων μου, σε Ευρ.· ὄνυχας ἐπ' ἄκρους στάς, στέκοντας στις μύτες των ποδιών, Λατ. summis digitis, στον ίδ.· ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, από την τρυφερή, από την παιδική ηλικία, στον Οράτ. de tenero ungui, σε Ανθ.· ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι, με νύχια και με δόντια, δηλ. με κάθε δυνατό τρόπο, σε Λουκ. II. πολύτιμος λίθος που έχει φλέβες, «νερά», στον ίδ.
ὀνύχῐνος, , -ον (ὄνυξ I), αυτός που κατασκευάστηκε από όνυχα, σε Πλούτ.
ὀξ-άλμη, (ὄξος), σάλτσα από ξίδι και άρμη, σε Αριστοφ.