Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [781 - 800]
ὀνειρό-φρων, -ονος, , (φρήν), ειδικός στα όνειρα και τις ερμηνείες τους, σε Ευρ.
ὀνεύω, ανελκύω με τη βοήθεια μοχλού (ὄνος, II. 1), παρατ. ὤνευον, σε Θουκ.
ὀν-ηλάτης[ᾰ], -ου, (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.
ὀνήμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.
ὀνήσιμος, -ον (ὀνίνημι), χρήσιμος, επωφελής, ευεργετικός, σε Αισχύλ., Σοφ.· βοηθητικός, υποστηρικτικός, σε Σοφ.
ὀνησί-πολις[ῐ], -εως, , , χρήσιμος στην πόλη, σε Σιμων.
ὄνησις, Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, (ὀνίνημι), χρησιμότητα, ωφέλεια, πλεονέκτημα, απόλαυση, ευτυχία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., απόλαυση ενός αγαθού, ωφέλεια ή τέρψη απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν εὑρεῖν ἀπό τινος, σε Σοφ.
ὀνήτωρ, Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, , = ὀνήσιμος, σε Πίνδ.
ὄνθος, , κοπριά ζώων, σε Ομήρ. Ιλ.
ὀνίδιον[νῐ], τό, υποκορ. του ὄνος, μικρός σε ηλικία γάιδαρος, γαϊδουράκι, σε Αριστοφ.
ὀνῐκός, , -όν, αυτός που ανήκει σε, προέρχεται από ή προρίζεται για έναν γάιδαρο· ὀνικὸς μύλος, βλ. ὄνος II. 2.
ὀνίνημι, ὀνίνης, ὀνίνησι, απαρ. ὀνῐνάναι, μτχ. ὀνῐνάς, -ᾶσα· παρατ. από το ὠφέλουν· μέλ. ὀνήσω, Δωρ. γʹ ενικ. ὀνασεῖ· αόρ. αʹ ὤνησα, Επικ. ὄνησαΜέσ., ὀνίνᾰμαι, παρατ. ὠνινάμην, μέλ. ὀνήσομαι, αόρ. βʹ ὠνήμην, προστ. ὄνησο, μτχ. ὀνήμενος· επίσης ὠνάμην, βʹ πληθ. ὤνασθε· ευκτ. ὀναίμην, απαρ. ὄνασθαιΠαθ., αόρ. αʹ ὠνήθην, Δωρ. ὠνάθην· I. Ενεργ., ωφελώ, ευεργετώ, βοηθώ, υποσηρίζω, και όπως το Λατ. juvo, τέρπω, ευχαριστώ· απόλ. και με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πολλὰ ὀν. τινα, σε Ομηρ. Οδ.· ὡς ὤνησας ὅτι ἀπεκρίνω, πόσο με ευχαρίστησες με την απάντησή σου, σε Πλάτ. II. 1. Μέσ., έχω κέρδος ή όφελος, προσπορίζομαι ευεργεσία, παίρνω χαρά ή απόλαυση, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., αποκτώ όφελος από, λαμβάνω ευχαρίστηση από, δαιτὸς ὄνησο, σε Ομήρ. Οδ.· τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; ποιο καλό θα αποκτήσουν οι άλλοι από εσένα, δηλ. τι καλό θα τους κάνεις; σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὄνασθαί τι ἀπό τινος, σε Πλάτ. 2. μτχ. αορ. βʹ ὀνήμενος = felix, ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος, μου φαίνεται γενναιόψυχος, ευνοημένος από τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ. 3. ευκτ. αορ. ὀναίμην, -αιο, -αιτο, σε διαμαρτυρίες ή ευχές κ.λπ., ὄναιο, Λατ. sis felix! να είναι ευτυχής!, σε Ευρ. κ.λπ.· και με γεν., ὄναιοτῶν φρενῶν, ευλογημένος να είσαι για τη σύνεσή σου, στον ίδ.· μὴ νῦν ὀναίμην, μακάρι να μη χαρώ τη ζωή μου (όπου πρέπει να συμπληρωθεί η λέξη βίου), σε Σοφ.· επίσης με ειρων. σημασία, ὄναιο μέντἄν, θα ήταν καλύτερο για σένα, καλό θα σού 'κανε! σε Αριστοφ.· ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί, καλό θα τού 'καναν αν τον έτριβαν με αλάτι, στον ίδ.
ὀνίς, -ίδος, , κοπριά γαϊδάρου, στον πληθ., σε Αριστοφ.
ὀνο-βᾰτέω, μέλ. -ήσω (βαίνω), βάζω έναν γάιδαρο να ζευγαρώσει μ' ένα θηλυκό άλογο (φοράδα), σε Ξεν.
ὄνοιτο, γʹ ενικ. ευκτ. του ὄνομαι.
ὄνομα, τό, Ιων. και ποιητ. οὔνομα, Αιολ. ὄνῠμα, Λατ. nomen, όνομα, σε Όμηρ. κ.λπ.· I. 1. απόλ., με το όνομα, πόλις ὄνομα Καιναί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης στη δοτ., πόλις Θάψακος ὀνόματι, στον ίδ. 2. ὄνομα θεῖναί τινα, δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά συνήθως στη Μέσ., ὄν.θέσθαι, στο ίδ., Αττ.· και στην Παθ., ὄν. κεῖταί τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὄν. ἔχειν ἀπό τινος, σε Ηρόδ. 3. ὄνομα καλεῖν τινα, αποκαλώ κάποιον με ένα όνομα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως, με Παθ. ρήματα, ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος, σε Σοφ.· ὄν. κέκληται δημοκρατία, σε Θουκ. II. «όνομα», φήμη, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν, σε Θουκ.· ὄνομα ή τὸ ὄνομα ἔχειν, είμαι ονομαστός για κάτι (καλό ή κακό), στο βʹ ευκτ., σε Θουκ. III. 1. το όνομα καθεαυτό, σε αντίθ. προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα, σε Ομήρ Οδ.· σε αντίθ. προς το ἔργον, σε Ευρ. κ.λπ. 2. ψευδές όνομα, προσποίηση, πρόφαση, ὀνόματι ή ἐπ' ὀνόματι, με το πρόσχημα ότι, σε Θουκ. IV.ὄνομα επίσης σε περιφρ. εκφράσεις, ὄνομα τῆς σωτηρίας, αντί σωτηρία, σε Ευρ.· ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκου, στον ίδ. V. φράση, έκφραση, σε Ξεν.· γενικά, ρήση, λόγος, ομιλία, σε Δημ. VI.στη Γραμματική, όνομα, ουσιαστικό, Λατ. nomen, σε αντίθ. προς το ρήμα verbum, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
ὀνομάζω, Ιων. οὐνομάζω, παρατ. ὠνόμαζον, Επικ. ὀν-· μέλ. ὀνομάσω, αόρ. αʹ ὠνόμασα, Ιων. οὐν-· παρακ. ὠνόμακαΠαθ., αόρ. αʹ ὠνομάσθην· ὠνόμασμαι· Αιολ. Μέσ. μέλ. ὀνυμάξομαι, και Ενεργ. αόρ. αʹ ὀνύμαξα (ὄνομαI. 1. ονομάζω, μιλώ ονομαστικά για κάποιον, καλώ ή απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, ορίζω, κατονομάζω, συγκεκριμενοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. ὀν. τινά τι, καλώ κάποιον μ' ένα όνομα, αποκαλώ, σε Ηρόδ., Αττ.· στη Μέσ., παῖδά μ' ὠνομάζετο, μ' αποκαλούσε γιο του, σε Σοφ.Παθ., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος, στον ίδ. κ.λπ. 2. το εἶναι συχνά προστίθεται πλεοναστικά, τὰς οὐνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καί..., που τα ονόματά τους λέγεται ότι είναι..., σε Ηρόδ.· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι, σε Πλάτ. III. ονομάζω, δίνω όνομα εξαιτίας κάποιου πράγματος, ενός γεγονότος..., ἐπί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔκ τινος, σε Σοφ.Παθ., ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται, απ' όπου προήλθε αυτό το ρητό, σε Ηρόδ. IV. χρησιμοποιώ ονόματα ή λέξεις, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, σε Δημ.
ὄνομαι, Επικ. βʹ ενικ. ὄνοσαι, βʹ πληθ. οὔνεσθε, γʹ πληθ. ὄνονται, γʹ ενικ. ευκτ. ὄνοιτο, γʹ πληθ. παρατ. ὤνοντο· Επικ. μέλ. ὀνόσσομαι· αόρ. αʹ ὠνοσάμην, Επικ. μτχ. ὀνοσσάμενος· Επικ. γʹ ενικ. αορ. ὤνατο· και Παθ. ὠνόσθην· αποθ., κατηγορώ, ψέγω, επιρρίπτω μομφή, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά, χλευάζω, τι, σε Όμηρ.· ἦ οὔνεσθ', ὅτι μοι Ζεὺς ἔδωκεν; με κατηγορείτε για όσα μου έδωσε ο Δίας; σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, ελπίζω να μη μεμψιμοιρείς με τη συμφορά σου (δηλ. δεν την θεωρώ καθόλου βαριά), σε Ομήρ. Οδ.· ὀν. τινα, επιρρίπτω κατηγορία σε, σε Ηρόδ.
ὀνομαίνω, Ιων. μέλ. οὐνομανέω, αόρ. αʹ ὠνόμηνα, Επικ. ὀνόμηνα· I. 1. Επικ. και Ιων. αντί ὀνομάζω, ονομάζω ή καλώ ονομαστικά· λέγεται για πράγματα, κατονομάζω, απαριθμώ, επαναλαμβάνω, σε Όμηρ. 2. απλώς, προφέρω, λέω, μιλώ, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μέλ., υπόσχομαι ότι θα κάνω κάτι, στο ίδ. II. ορίζω, διορίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
ὀνομα-κλήδην, επίρρ. (καλέω), καλώ ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. nominatim, σε Ομήρ. Οδ.