Αποτελέσματα για: "Ο"
Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [721 - 740]
-
ὁμοῦ, επίρρ., κυρίως γεν. ουδ. του ὁμός· 1. λέγεται για τόπο, στο ίδιο μέρος, μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. 2. μαζί, μεμιάς, ἄμφω ὁμοῦ, σε Ομήρ. Οδ.· δυοῖν ὁμοῦ, σε Σοφ.· αἶγας ὁμοῦ καὶ ὀΐς, μαζί κατσίκες και πρόβατα, σε Ομήρ. Ιλ.· λιμὸνὁμοῦ καὶ λοιμόν, σε Ησίοδ. κ.λπ. 3. με δοτ., μαζί με, από κοινού με, κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰμωγῇ ὁμοῦ κωκύμασιν, σε Αισχύλ. II. 1. δίπλα, κοντά, σε Σοφ., Αριστοφ.· με δοτ., πολύ κοντά σε, σε Σοφ., Ξεν. 2. σπανίως με γεν. νεὼς ὁμοῦ στείχειν, πηγαίνω να συναντήσω το πλοίο μου, σε Σοφ. 3. λέγεται για ποσό, συνολικά, στο σύνολο, εἰσὶν ὁμοῦ δισμύριοι, σε Δημ. κ.λπ. III. ὁμοῦ καί, ακριβώς όπως, σε Ξεν.
-
ὀμοῦμαι, μέλ. του ὄμνυμι.
-
ὅμουρος, Ιων. αντί ὅμορος.
-
ὁμό-φοιτος, -ον (φοιτάω), αυτός που πορεύεται προς το μέρος κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
-
ὁμοφρονέω, μέλ. -ήσω, έχω την ίδια γνώμη, μοιράζομαι τις ίδιες σκέψεις, σε Ομήρ. Οδ.· ὁμοφρονέοντε νοήμασιν, με κοινούς στόχους, στο ίδ.· πόλεμος ὁμορφρονέων, πόλεμος κοινής συναίνεσης, σε Ηρόδ.· με δοτ., οὐ γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι, δεν συμφωνούν μεταξύ τους, στον ίδ.
-
ὁμοφροσύνη, ἡ, = ὁμόνοια, σε Ομήρ. Οδ.
-
ὁμό-φρων, -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), = ὁμόνοος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ὁμ. λόγοι, σε Αριστοφ.
-
ὁμο-φυής, -ές (φυή), αυτός που έχει την ίδια ανατροφή ή την ίδια φύση, σε Πλάτ.
-
ὁμο-φῡλία, ἡ, ταυτότητα ως προς τη φυλή ή το γένος, σε Στράβ.
-
ὁμό-φῡλος, -ον (φῦλον), αυτός που προέρχεται από την ίδια φυλή ή το ίδιο γένος, σε Θουκ. κ.λπ.· οἱ ὁμόφυλοι, εκείνοι που ανήκουν στην ίδια φυλή, σε Ξεν.· φιλίαὁμ., φιλία μ' εκείνους που ανήκουν στο ίδιο γένος, που έχουν την ίδια καταγωγή, σε Ευρ.· τὸ ὁμόφυλον = ὁμοφυλία, στον ίδ.· τὸ μὴ ὁμόφυλον, πόλη που κατοικείται από διαφορετικές φυλές, σε Αριστ.
-
ὁμοφωνέω, μέλ. -ήσω, I. μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον άλλο, με δοτ., σε Ηρόδ. II. ηχώ ταυτόχρονα, συνηχώ, ηχώ με παρόμοιο τρόπο, συμφωνώ, με δοτ.· ὁμ. τῷ λόγῳ, συμφωνώ με το επιχείρημα, σε Αριστ.
-
ὁμοφωνία, ἡ, στη μουσική, συνήχηση, ταυτοφωνία, σε Αριστ.
-
ὁμό-φωνος, -ον (φωνή), I. αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε συνήχηση, σε ταυτοφωνία με, τινι, σε Αισχύλ.
-
ὁμό-χροια, Ιων. -χροίη, ἡ, I. ομοιότητα χροιάς, σε Ξεν. II. η ομαλή επιφάνεια του σώματος, επιδερμίδα, σε Ηρόδ.
-
ὁμοχρονέω, μέλ. -ήσω, κρατώ το ίδιο ρυθμό με κάποιον (στη Μουσική), τινί, σε Λουκ.· απόλ., πράττω κατά τον ίδιο χρόνο, στον ίδ.
-
ὁμό-χρονος, -ον, σύγχρονος, ταυτόχρονος.
-
ὁμό-ψηφος, -ον, αυτός που έχει ίσο δικαίωμα ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· μετά τινων, στον ίδ.
-
ὁμόω, μέλ. -ώσω (ὁμός), ενώνω, συνδέω, απαρ. Παθ. αορ. αʹ ὁμωθῆναι, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ὄμπνη, ἡ, τροφή, σιτηρό.
-
ὄμπνιος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται από ή σχετίζεται με τα δημητριακά· απ' όπου, μεγαλόδωρος, πλούσιος, ὄμπνιᾰ, σε Ανθ.