Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [281 - 300]
οἰνο-ποτήρ, -ῆρος, (ποτόν), αυτός που πίνει κρασί, οινοπότης, σε Ομήρ. Οδ.
οἶνος, , Λατ. vinum, κρασί, σε Όμηρ. κ.λπ.· παρ' οἴνῳ, κατά τη διάρκεια της οινοποσίας, Λατ. inter pocula, σε Σοφ.· οἶνος ἐκ κριθῶν, κρασί παρασκευασμένο από κριθάρι, είδος μπύρας, σε Ηρόδ.
οἰνο-τρόφος, -ον (τρέφω), αυτός που καλλιεργεί αμπέλια ή παράγει κρασί, σε Ανθ.
οἰνοῦττα, (οἰνόεις), γλύκισμα ή μείγμα από κρασί ανακατεμένο με κριθάρι, νερό και λάδι, που χρησιμοποιούνταν σαν τροφή των κωπηλατών, σε Αριστ.
οἰνο-φᾰγία, , γεύμα συνοδευόμενο από άφθονη οινοποσία, κατάχρηση κρασιού, σε Λουκ.
οἰνοφλῠγία, , μέθη, σε Ξεν.
οἰνό-φλυξ, -ῠγος, , (φλύω), παραδομένος στο ποτό, μεθυσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.
οἰνο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που περιέχει κρασί, σε Κριτ.· οἰνοφόρον (ενν. σκεῦος), δοχείο που περιέχει κρασί, oenophorus, στον Οράτ.
οἰνό-φῠτος, -ον, περιοχή όπου έχουν φυτευτεί ή καλλιεργούνται αμπέλια, σε Στράβ.· απ' όπου, Οἰνόφυτα, τά, περιοχή της Βοιωτίας, σε Θουκ.
οἰνο-χᾰρής, -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.
οἰνο-χάρων[ᾰ], -οντος, , ο Χάροντας με το Κρασί, παρωνύμιο του Φιλίππου του Μακεδόνα, επειδή έβαζε δηλητήριο στο κρασί των αντιπάλων του, στέλνοντάς τους έτσι στον Κάτω Κόσμο, σε Ανθ.
οἰνοχοεύω, μόνο στον ενεστ. οἰνοχοέω, σε Όμηρ.
οἰνοχοέω, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. οἰνοχόει, ἐῳνοχόει, μέλ. -ήσω, απαρ. αόρ. αʹ οἰνοχοῆσαι (οἰνοχόος1. σερβίρω κρασί για να πιουν οι συνδαιτυμόνες, σε Όμηρ. 2. με αιτ., νέκταρ ἐῳνοχόει, αυτή (δηλ. η Ήβη) σέρβιρε νέκταρ αντί για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.
οἰνο-χόη, (χέω), μικρό αγγείο για άντληση κρασιού από δοχείο μέσα στο οποίο ήταν ανεμεμιγμένο με νερό (κρατήρ), και σερβίρισμά του στα ποτήρια, σε Ομήρ. Ιλ.
οἰνοχόημα, -ατος, τό (οἰνοχοέω), γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας προσφερόταν κρασί, σε Πλούτ.
οἰνο-χόος, (χέω), αυτός που σερβίρει κρασί, που προσφέρει τα ποτήρια για να πιει κάποιος, σε Όμηρ. κ.λπ.
οἰνό-χῠτος, -ον, προερχόμενος από χυμένο κρασί, πῶμα οἰνόχυτον, οινοποσία, σε Σοφ.
οἶν-οψ, -οπος, (ὄψ), αυτός που έχει χρώμα κρασιού, στο σκούρο χρώμα του κρασιού, λέγεται για τη θάλασσα (ποτέ στην ονομ.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ.
οἰνόω, I. μεθώ από κατάχρηση οινοπνευματώδους ποτού, οἰνῶσαι σῶμα ποτοῖς, σε Κριτία. II. Παθ., οἰνόομαι, μεθώ, είμαι μεθυσμένος, οἰνωθέντες, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. παρακ. ᾠνωμένος, Ιων. οἰνωμένος, σε Ηρόδ., Σοφ.
οἰνών, -ῶνος, (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.