Αποτελέσματα για: "Ο"
Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [261 - 280]
-
οἰνάς, -άδος, ἡ, I. = οἴνη, αμπέλι, σε Βάβρ. II. επίθ., περιεκτικός σε οίνο, οινώδης, σε Ανθ.
-
οἴνη, Δωρ. οἴνα, ἡ (οἶνος),· 1. αμπέλι, σε Ησίοδ., Ευρ. 2. οἶνος, κρασί, σε Ανθ.
-
οἰνηρός, -ά, -όν, I. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρασί, σε Ευρ. II. αυτός που περιέχει κρασί, σε Ηρόδ., Πίνδ. III. λέγεται για τόπους, περιοχές, πλούσιος, παραγωγικός σε κρασί, σε Ανθ.
-
οἰν-ήρῠσις, ἡ (ἀρύω), σκεύος, δοχείο για άντληση κρασιού από βαρέλι, σε Αριστοφ.
-
οἰνίζομαι, Μέσ., προμηθεύομαι κρασί με ανταλλαγή, αγοράζω κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.
-
οἰνο-βᾰρείων, ὁ, = οἰνοβαρής, σε Ομήρ. Οδ.
-
οἰνο-βᾰρέω, με βαραίνει το κρασί που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.
-
οἰνοβᾰρής, -ές (βαρύς), βαρύς από το κρασί, μεθυσμένος, Λατ. vino gravis, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
-
οἰνο-βρεχής, -ές (βρέχω), ποτισμένος από κρασί, πιωμένος, μεθυσμένος, σε Ανθ.
-
οἰνο-δόκος, -ον (δέχομαι), φιάλη για φύλαξη κρασιού, σε Πίνδ.
-
οἰνο-δότης, -ου, ὁ, αυτός που προσφέρει κρασί, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ευρ.
-
οἰνόεις, -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.
-
Οἰνόη, ἡ (οἶνος), η Οινόη, όνομα δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ. κ.λπ.
-
οἰνό-μελι, -ῐτος, τό, μέλι ανακατεμένο με κρασί, υδρόμελι, σε Ανθ.
-
οἰνό-πεδος, -ον (πέδον),· I. περιοχή που το έδαφός της είναι πρόσφορο για οινοπαραγωγή, σε Ομήρ. Οδ. II.οἰνόπεδον, τό, ως ουσ., αμπελώνας, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης, οἰνοπέδη, ἡ, σε Ανθ.
-
οἰνο-πέπαντος (πεπαίνω), σταφύλι ώριμο για παραγωγή κρασιού, σε Ανθ.
-
οἰνο-πλάνητος, -ον (πλανάομαι), παραπατώ από το πολύ κρασί, σε Ευρ.
-
οἰνο-πληθής, -ές (πλήθω), άφθονος σε κρασί, σε Ομήρ. Οδ.
-
οἰνο-πλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που τον έχει χτυπήσει το κρασί, μεθυσμένος, σε Ανθ.
-
οἰνο-ποτάζω (ποτόν), μόνο στον ενεστ., πίνω κρασί, σε Όμηρ.