Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1601 - 1620]
ὀψῐμᾰθία, , γνώση που αποκτήθηκε καθυστερημένα, σε Θεόφρ.
ὄψῐμος, -ον (ὀψέ), ποιητ. αντί ὄψιος, αργός, βραδύς, καθυστερημένος, τέρας ὄψιμον, προγνωστικό που άργησε να πραγματοποιηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· αργά στην εποχή του έτους, σε Ξεν., Κ.Δ.
ὀψί-νοος, -ον, αυτός που σκέφτηκε ή επινόησε κάτι καθυστερημένα, λέγεται για τον Επιμηθέα, σε Πίνδ.
ὄψιος, , -ον (ὀψέ), αυτός που γίνεται σε περασμένη ώρα, αργός, όψιμος, Λατ. serus, σε Πίνδ.· Αττ. συγκρ. ὀψιαίτερος, , -ον, αργότερος· υπερθ. ὀψιαίτατος, ο πλέον πρόσφατος, σε Ξεν.· το ουδ. ὀψιαίτερον, ως επίρρ., συγκρ. του ὀψέ, σε Πλάτ.· υπερθ. ὀψιαίτατα, στον ίδ., Ξεν.
ὄψις, , γεν. -έως, Ιων. -ιος· (από √ΟΠ, ρίζα του ὄψομαιI. 1. το εξωτερικό μέρος, η εμφάνιση ή μέρος που φαίνεται από ένα πρόσωπο ή πράγμα, Λατ. species oris, aspectus, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄψεως, σε Θουκ.· αιτ. απόλ., κατά την εμφάνιση, ως προς την εμφάνιση, σε Πίνδ., Αττ. 2. έκφραση, πρόσωπο, σε Ευρ. κ.λπ. 3. = θέαμα, άποψη, θέαμα, θέα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων, άλλες αρχιτεκτονικές απόψεις, σε Ηρόδ.· τῇ ὄψει, απ' ό,τι είδαν, σε αντίθ. προς το τῇ γνώμῃ, σε Θουκ. 4. όραμα, φάσμα, σε Ηρόδ., Τραγ. II. 1. η ικανότητα της όρασης, όραση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., τα όργανα της όρασης, μάτια, σε Σοφ., Ξεν. 2. θέα, άποψη, οπτικό πεδίο, Λατ. conspectus, ἀπικέσθαι ἐς ὄψιν τινί, εισέρχομαι στο οπτικό πεδίο κάποιου, δηλ. ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· εἰς ὄψιν τινὸς ή τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν, σε Αισχύλ., Ευρ.
ὀψῐ-τέλεστος, -ον, αυτός που έλαβε χώρα αργά, καθυστερημένα, σε Ομήρ. Ιλ.
ὄψομαι, μέλ. του ὁράω.
ὄψον, τό (ἕψω), I. 1. κανονικά, μαγειρεμένο κρέας, ή, γενικά, κρέας, σε αντίθ. προς το ψωμί και τις άλλες προμήθειες, σε Όμηρ., Αριστοφ. 2. οτιδήποτε τρώγεται μαζί με ψωμί ή με το φαγητό, για να του δώσει άρωμα και γεύση, κρόμυον ποτῷ ὄψον, κρεμμύδι, που δίνει δριμεία γεύση ή άρωμα στο κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσθίουσι ἐπὶ τῷ σίτῳ ὄψον, σε Ξεν. 3. καρύκευμα, σάλτσα, σε Πλάτ.· κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ, με κουλούρα και σάλτσα από βολβούς (δηλ. γροθιές) επίσης, σε Αριστοφ.· λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε, δηλ. η πείνα είναι το καλύτερο καρύκευμα, σε Ξεν. 4. γενικά, λιχουδιά, στον πληθ., λιχουδιές, σε Πλάτ. II. 1. στην Αθήνα, κυρίως, ψάρι, κύρια λιχουδιά των Αθηναίων, σε Αριστοφ. 2. ψαραγορά, στον ίδ., Αισχίν.
ὀψοποιέομαι, τρώγω κρέας ή ψάρι μαζί με ψωμί, σε Ξεν.
ὀψοποιητικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη μαγειρική· ἡ-κή (ενν. τέχνη), μαγειρική τέχνη, σε Αριστ.
ὀψοποιία, , μαγειρική, ιδίως η υψηλή μαγειρική, σε Ξεν., Πλάτ.
ὀψοποιικός, , -όν, = ὀψοποιητικός, σε Πλάτ., Ξεν.
ὀψοποιός, (ποιέω), αυτός που μαγειρεύει κρέας, μάγειρας, σε Ηρόδ.· διαχωρίζεται από τα ἀρτοποιός και σιτοποιός, σε Ξεν., Πλάτ.
ὀψο-πόνος, -ον, αυτός που παρασκευάζει το φαγητό με σχολαστικότητα, σε Ανθ.
ὀψοφᾰγέω, μέλ. -ήσω, τρώγω τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μόνο μαζί με ψωμί, ζω με τρυφή, σε Αριστοφ.
ὀψοφᾰγία, , τρυφηλή ζωή, σε Αισχίν.
ὀψο-φάγος[ᾰ], (φαγεῖν), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με ψωμί, όπως ψάρι καιλιχουδιές, λιχούδης, επικούρειος, τρυφηλός, σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. ὀψοφαγίστατος, σε Ξεν.
ὀψωνέω, μέλ. -ήσω, αγοράζω ψάρι και λιχουδιές, σε Αριστοφ., Ξεν.
ὀψ-ώνης, -ου, (ὄψον, ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, προμηθευτής, σε Αριστοφ.
ὀψωνιάζω (ὀψώνιον), εφοδιάζω με προμήθειες.