Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [161 - 180]
οἰκετικός, , -όν (οἰκέτης), αυτός που αρμόζει ή προορίζεται για τους οικιακούς δούλους ή τα μέλη της οικογενείας, σε Πλάτ., Αριστ.
οἰκέτῐς, -ῐδος, , I. θηλ. του οἰκέτης, σε Ευρ. II. κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα, Λατ. matrona, σε Θεόκρ.
οἰκεύς, -έως, Ιων. -ῆος, , = οἰκέτης, οικείος, I. ένοικος, σε Όμηρ. II. οικιακός υπηρέτης, δούλος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
οἰκέω, Επικ. οἰκείω· παρατ. ᾤκεον, Αττ. ᾤκουν, Ιων. οἴκεον· μέλ. οἰκήσω, αόρ. αʹ ᾤκησα, παρακ. ᾤκηκαΠαθ. και Μέσ., μέλ. οἰκήσομαι, αόρ. αʹ ᾠκήθην, παρακ. ᾤκημαι, Ιων. γʹ πληθ. οἰκέαται (οἶκος
Α.
Μτβ.: I. 1. ενοικώ, κατοικώ, έχω ως κατοικία μου, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.Παθ., κατοικούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρβλ. οἰκουμένη. 2. Παθ., εγκαθίσταμαι σ' ένα μέρος ως κάτοικος, λέγεται για εκείνους στους οποίους έχουν αποδοθεί καινούριοι τόποι κατοικίας, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ ἐν τῇ ἠπείρῳ οἰκημένοι, αυτοί που έχουν εγκατασταθεί, δηλ. αυτοί που διαμένουν στις ηπειρωτικές περιοχές, σε Ηρόδ.· λέγεται για πόλεις, βρίσκομαι, κείμαι, στον ίδ. II. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ, όπως το διοικέω, σε Σοφ. κ.λπ. Β. Αμτβ.: I. κατοικώ, ζω, διαμένω, είμαι εγκατεστημένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ, είναι ευχάριστο να ζει κανείς απαλλαγμένος από έγνοιες, σε Σοφ. II. 1. λέγεται για πόλεις, με Παθ. σημασία, κατοικούμαι, βρίσκομαι, κείμαι, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. κυβερνιέμαι ή διοικούμαι με τέτοιον τρόπο, σωφρόνως γε οἰκοῦσα (πόλις) εὖ ἂν οἰκοῖτο, μια πόλη που έχει ως συνήθεια τον αυτοέλεγχο μπορεί να κυβερνηθεί σωστά, σε Πλάτ.
οἰκήϊος, οἰκηϊότης, οἰκηιόω, Ιων. αντί οἰκεί-.
οἴκημα, -ατος, τό (οἰκέω),· I. κάθε κατοικημένος τόπος, κατοικία, σε Πίνδ., Αττ.· δωμάτιο, θάλαμος, και στον πληθ., σπίτι, σε Ηρόδ. II. ειδικές χρήσεις: 1. οίκος ανοχής, πορνείο, χαμαιτυπείο, σε Ηρόδ.· καπηλειό, μαγειρείο, σε Ισαίο. 2. κλουβί ή στάβλος για ζώα, σε Ηρόδ. 3. ναός, ιερό, ναΐσκος, στον ίδ., Δημ. 4. φυλακή, ειρκτή, σε Δημ. 5. αποθηκευτικός χώρος, αποθήκη, σε Πλάτ., Δημ. 6. εργαστήριο, σε Πλάτ. 7. πάτωμα, Λατ. tabulatum, σε Ξεν.
οἰκήσιμος, -ον (οἰκέω), κατοικήσιμος, σε Πολύβ.
οἴκησις, (οἰκέω),· I. 1. η πράξη της κατοίκησης, κατοικία, σε Ηρόδ., Αττ. 2. διοίκηση, διακυβέρνηση, σε Πλάτ. II. σπίτι, κατοικία, τόπος διαμονής, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· κατασκαφὴς οἴκησις, λέγεται για τάφο, σε Σοφ.
οἰκητήρ, -ῆρος, , ποιητ. αντί οἰκητής, σε Σοφ.
οἰκητήριον, τό, τόπος κατοικίας, κατοικία, σε Ευρ.
οἰκητής, -οῦ, , = οἰκήτωρ, σε Σοφ., Πλάτ.
οἰκητός, , -όν (οἰκέω), κατοικημένος, σε Σοφ.
οἰκήτωρ, -ορος, (οἰκέω),· 1. κάτοικος, σε Ηρόδ., Αττ.· οἰκητὸς θεοῦ, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· Ἅιδου οἰκ., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ. 2. άποικος, σε Θουκ.
οἰκία, Ιων. -ίη, (οἰκέω),· I. κτίριο, σπίτι, κατοικία, σε Ηρόδ. II. 1. τα της οικίας, σε Πλάτ.· οἰκίας δύοᾤκει, δηλ. διατηρούσε δύο κατοικίες, σε Δημ. 2. οικογένεια, δηλ. το σύνολο των ενοίκων του σπιτιού, Λατ. familia, σε Πλάτ. III. οίκος ή οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος, σε Ηρόδ., Αττ.
οἰκιᾰκός, , -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο σπίτι, ο άνθρωπος του σπιτιού, οἱ οἰκιακοί, οι σύνοικοι κάποιου, σε Κ.Δ.
οἰκίδιον, τό, υποκορ. του οἶκος, δώμα, δωμάτιο, σε Αριστοφ.
οἰκίζω, Αττ. μέλ. οἰκιῶ, αόρ. αʹ ᾤκισα, Ιων. οἴκισα, ποιητ. ᾤκισσα· παρακ. ᾤκικαΜέσ., μέλ. οἰκιοῦμαι, αόρ. αʹ ᾠκισάμηνΠαθ., μέλ. οἰκισθήσομαι, αόρ. αʹ ᾠκίσθην, παρακ. ᾤκισμαι, Ιων. οἴκισμαι· I. 1. με αιτ. πράγμ., ιδρύω αποικία ή δημιουργώ νέο συνοικισμό, πόλιν, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.Παθ., πόλις οἴκισται, σε Ηρόδ. 2. ενισχύω τον πληθυσμό με νέους εποίκους, εποικώ, χώρην, στον ίδ.· νήσους, σε Θουκ.Μέσ., ὅπου γῆς πύργον οἰκιούμεθα, σε ποιο μέρος του κόσμου θα βρούμε ασφαλή κατοικία, σε Ευρ. II. με αιτ. προσ., εγκαθιστώ, στον ίδ.· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, τον κατέβασε από τα ψηλά στα χαμηλά, σε Ευρ.Παθ., εγκαθίσταμαι σ' έναν τόπο, στον ίδ., Πλάτ.
οἰκίον, τό, υποκορ. του οἶκος· μόνο στον πληθ., όπως το Λατ. aedes, σπίτι, κατοικία, τόπος διαμονής, μέγαρο, σε Όμηρ., Ηρόδ.
οἴκῐσις, (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.
οἰκίσκος, , υποκορ. του οἶκος, μικρό δωμάτιο, θάλαμος, σε Δημ.