Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1541 - 1560]
ὀφθῆναι, Παθ. απαρ. αορ. αʹ του ὁράω· ὀφθήσομαι, Παθ. μέλ.
ὀφιό-πους, -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη θέση των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ.
ὄφις, , γεν. ὄφεως, ποιητ. επίσης ὄφεος, Δωρ. και Ιων. ὄφιος· ερπετό, φίδι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., πτηνὸν ὄφιν, λέγεται για βέλος, σε Αισχύλ. [Η πρώτη συλλαβή μερικές φορές γινόταν μακρά, όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) ὄπφις, βλ. ὀχέω].
ὀφλεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ὀφλισκάνω.
ὄφλημα, -ατος, τό, πρόστιμο που επιβλήθηκε σε δίκη, σε Δημ.
ὀφλισκάνω (ὀφείλω), μέλ. ὀφλήσω, παρακ. ὤφληκα, αόρ. βʹ ὦφλον, απαρ. ὀφλεῖν, μτχ. ὀφλών· I. 1. χρωστώ, υποχρεούμαι να πληρώσω ένα πρόστιμο, σε Ευρ. κ.λπ. 2. δίκην ὀφλεῖν, καταδικάζομαι σε κάποια δίκη, χάνω μια δίκη, σε Αριστοφ.· ομοίως, ὀφλεῖν δίαιταν, χάνω μία κατά διαιτησία δίκη, σε Δημ.· τὰς εὐθύνας ὀφλεῖν, δεν έχει παρέλθει η οφειλή κάποιου, σε Αισχίν. 3. απόλ., καταδικάζομαι, η πλευρά που χάνει, σε Αριστοφ., Θουκ. 4. με γεν. του εγκλήματος, ὀφλὼν κλοπῆς δίκην, καταδικάζομαι σε δίκη για κλοπή, σε Αισχύλ.· έπειτα, χωρίς το δίκην, ὠφληκὼς φόνου, βρέθηκα ένοχος φόνου, σε Πλάτ.· επίσης, με γεν. της ποινής, θανάτου δίκην ὀφλισκάνω, στον ίδ.· II. γενικά, λέγεται για οτιδήποτε αξίζει κάποιος ως τιμωρία ή φέρει ως όνειδος, αἰσχύνην, βλάβην ὀφλισκάνω, επισύρω την ατίμωση ή τον όλεθρο κάποιου, υποβάλλομαι στις ποινές αυτές, σε Ευρ.· ὀφλισκάνω γέλωτα, είμαι περίγελως, στον ίδ.· δειλίη ὤφλεε πρὸς βασιλῆος, επισύρω πάνω μου την κατηγορία της δειλίας από τον βασιλιά, σε Ηρόδ.· ομοίως, μωρίαν ὀφλισκάνω, σε Σοφ.
ὄφρᾰ, τελικός και χρονικός σύνδεσμος στους Ίωνες και Δωριείς ποιητές, I. τελικός σύνδ., όπως το ἵνα, ὡς, για, για να, με σκοπό να, σε Όμηρ., Πίνδ. II. 1. χρονικός σύνδ., όπως το ἕως, Λατ. donec, εφόσον, ενώ, κυρίως, με παρατ. ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν, σε Ομήρ. Οδ. 2. με υποτ., συνήθως με ἄν (κε ή κεν), σε Όμηρ. 3. μέχρι, ὄφρα καὶ αὐτὼ κατέκταθεν, μέχρι να σκοτωθούν και οι δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· με υποτ., λέγεται για μελλ. χρόνο, ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ, κρατάει την οργή του, μέχρι να την ικανοποιήσει, στο ίδ.· σ' αυτήν όμως την περίπτωση, προστίθεται συνήθως το ἄν (κε ή κεν).
ὀφρυάω (ὀφρύς II), έχω σειρές λόφων, έχω οροσειρές, σε Στράβ.
ὀφρύη, , 1. Ιων. αντί ὀφρύς II, σε Ηρόδ. Ευρ.
ὀφρυόεις, -εσσα, -εν (ὀφρύς II)· 1. αυτός που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, απόκρημνος, σε Ομήρ. Ιλ., παρ' Ηροδ. 2. μεταφ., μεγαλοπρεπής.
ὀφρῦς[ῡ], , γεν. -ύος [ῠ], αιτ. ὀφρύν, πληθ. ὀφρύας, συνηρ. ὀφρῦς, I. 1. φρύδι, τριχώδες δέρμα πάνω από τα μάτια, Λατ. supercilium, κυρίως στον πληθ., φρύδια, σε Όμηρ.· ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, δηλ. έγνεψε καταφατικά με τα φρύδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰδ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, τους έκανε ένα νεύμα αποτροπής, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμ. για να δηλώσει λύπη, περιφρόνηση, υπερηφάνεια: τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, σε Αριστοφ.· ὀφρῦς ἐπαίρειν, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰς ὀφρῦς συνάγειν, σουφρώνω τα φρύδια μου, συνοφρυώνομαι, σε Αριστοφ.· επίσης, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς, αφήνω τα φρύδια μου να επανέλθουν στη θέση τους, χαλαρώνω τα φρύδια μου, σε Ευρ. 2. το ὀφρὺς μόνο του, όπως το Λατ. supercilium, περιφρόνηση, υπερηφάνια, αλαζονεία, σε Ανθ. II. το χείλος προς τον γκρεμό ενός λόφου, απόκρημνος βράχος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
ὄχα (ἔχω), επίρρ., χρησιμ. για να επιτείνει τον υπερθ. ἄριστος, ὄχ' ἄριστος, μακράν ο ανώτερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
ὄχᾰνον, τό (ἔχω), λαβή ασπίδας, η στερεωμένη ταινία στις δύο άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το χέρι του αυτός που κρατούσε την ασπίδα, σε Ηρόδ.
ὀχέεσκον, Ιων. παρατ. του ὀχέω.
ὀχεία, (ὀχεύω), συνουσία ή γονιμοποίηση, λέγεται για αρσενικό ζώο, σε Ξεν.
ὄχεσφι, -φιν, Επικ. δοτ. πληθ. του ὄχος, άρμα.
ὀχετεύω (ὀχετός), μέλ. -σω, καθοδηγώ τη ροή του νερού μέσω οχετού, τάφρου ή διώρυγας, σε Ηρόδ.Παθ., καθοδηγώ, μεταβιβάζω, στον ίδ.· μεταφ., ὠχετεύετο φάτις, διέρρευσε η φήμη, σε Αισχύλ.
ὀχετ-ηγός, -όν (ὀχετός, ἄγω), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το νερό μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πνεῦμα ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
ὀχετός, (ὀχέωI. μέσο για τη μεταφορά νερού, διοχετευτικός σωλήνας, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τάφρος, διώρυγα, αυλάκι, αγωγός υδάτων, σε Αριστ. II. στον πληθ., ρυάκια, χείμαρροι, σε Πίνδ., Ευρ. III. μεταφ., ὀχετὸν παρεκτρέπειν, κατασκευάζω εφεδρική δίοδο ή μέσο διαφυγής, σε Ευρ.
ὀχεύς, -έως, Επικ. -ῆος, (ἔχω), οτιδήποτε χρησιμ. για να συγκρατεί ή να στερεώνει κάτι: 1. λωρίδα που χρησιμεύει για το δέσιμο περικεφαλαίας κάτω από το πηγούνι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στον πληθ., κρίκοι που στερεώνουν τη ζώνη του θώρακα, στο ίδ. 3. δοκός ή μοχλός που χρησιμεύει ως σύρτης για να ασφαλίσει την πόρτα από μέσα, μάνταλο, σε Όμηρ.