Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1401 - 1420]
οὔκως, Ιων. αντί οὔπως.
οὐλαί, Αττ. ὀλαί, αἱ, κόκκοι κριθαριού ή χοντροαλεσμένο κριθάρι (πλιγούρι) με τα οποία έραιναν το κεφάλι του ζώου που προοριζόταν για θυσία λίγο πριν την τέλεσή της, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (συνήθως ετυμολογείται από το οὖλος, ὅλος, σαν τα οὐλαί ή ὀλαί να ήταν ολόκληροι, ακέραιοι κόκκοι, μη αλεσμένοι κόκκοι κριθαριού· άλλοι το ετυμολογούν από το ἀλέω, αλέθω, όπως το Λατ. mola από το molere).
οὐλᾰμός, -οῦ, (εἴλω), I. πλήθος πολεμιστών, οὐλαμὸς ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταγεν., ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, σε Πολύβ., Πλούτ.
οὖλε, προστ. του οὔλω.
οὐλή, , βλ. οὐλαί.
οὐλή, (οὖλος Α), τραύμα επουλωμένο (πρβλ. ὕπουλος), ουλή, σημάδι από τραυματισμό, Λατ. cicatrix, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Ξεν.
οὔλιος, , -ον (οὖλος Γ) = ὀλοός, ολέθριος, καταστροφικός, θανατηφόρος, οὔλιος ἀστήρ, λέγεται για τον αστέρα του Κυνός, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον Άρη, σε Ησίοδ.
οὐλό-θριξ, -τρῐχος, , (οὖλος Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης, σε Ηρόδ.
οὐλο-κάρηνος[ᾰ], -ον (οὖλος Β, κάρηνον), I. αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ. II. οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα, ποιητ. αντί ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.
οὐλό-κερως, -ων (οὖλος Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.
οὐλόμενος, , -ον, Αττ. ὀλόμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι, το οποίο χρησιμ. ως επίθ. I. καταστροφικός, φθοροποιός, ολέθριος, μοιραίος, Λατ. fatalis, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. II. δυστυχής, αφανισμένος, χαμένος, Λατ. perditus, σε Αισχύλ., Ευρ.
οὖλον, τό, κυρίως στον πληθ. οὖλα, τά, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
οὐλό-πους, -ποδος, βλ. οὐλοκάρηνος II.
οὖλος, , -ον (Α), Ιων. τύπος του ὅλος, ολόκληρος, πλήρης, ακέραιος, εντελής, βλ. ὅλος· λέγεται για ήχο, συνεχής, ασταμάτητος, οὖλον κεκλήγοντες, κραυγάζοντας ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὖλον γεράνων νέφος, σε Ανθ.
οὖλος, , -ον (Β), 1. μαλλιαρός, μάλλινος, σε Όμηρ.· οὔλη λάχνη, χοντρό, χνουδωτό μαλλί, σε Ομήρ. Ιλ.· οὖλαι κόμαι, κατσαρά, πολύ σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.· οὐλότατον τρίχωμα, λέγεται για μαλλιά νέγρων, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για φυτά, αυτά που υψώνονται περιελισσόμενα, που αναπτύσσονται σπειροειδώς, σε Ανθ.· γενικά, περιεστραμμένος, ελικοειδής, σπειροειδής, περιελισσόμενος, οὖλα σκέλη, σε χωρίο παρ' Αριστ.
οὖλος, , -ον (Γ), = ὀλοός, ολέθριος, καταστροφικός, μοιραίος, σε Ομήρ. Ιλ.
οὐλοτρῐχέω (οὐλόθριξ), μέλ. -ήσω, έχω σγουρά μαλλιά, σε Στράβ.
οὐλο-χύται[ῠ], αἱ (οὐλαί, χέω), ολόκληροι ή χοντροαλεσμένοι κόκκοι κριθαριού, με τους οποίους έραιναν τα ζώα που όδευαν στο θυσιαστήριο, λίγο πριν θυσιαστούν, σε Όμηρ.· πρβλ. ἄρχω II. 2.
Οὔλυμπος, Οὔλυμπόνδε, Ιων. αντί Ὄλυμπ-.
οὔλω (οὖλος Α), είμαι ολόκληρος, πλήρης ή σώος, ακέραιος, προστ. οὖλε, Λατ. salve, ως χαιρετισμός, γεια σου, οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, να έχεις υγεία και χαρά, γεια και χαρά σου, σε Ομήρ. Οδ.