Αποτελέσματα για: "Ο"
Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1361 - 1380]
-
οὐδᾰμῆ ή οὐδαμά (βλ. κατωτ.), επίρρ. του οὐδαμός, I. 1. λέγεται για τόπο, πουθενά σε κανέναν τόπο, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· οὐδ' ἄλλῃ, σε Ηρόδ.· ἄλλῃ οὐδ., σε κανέναν άλλο τόπο, στον ίδ.· με γεν., οὐδαμὴ Αἰγύπτου, σε κανένα άλλο μέρος της Αιγύπτου, στον ίδ. 2. προς καμιά κατεύθυνση, προς κανένα μέρος, στον ίδ. II. λέγεται για τρόπο, με κανένα τρόπο, με κανένα μέσο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· σε καμία περίπτωση, ποτέ, σε Ηρόδ., Σοφ.· οι ποιητές χρησιμ. είτε το οὐδαμῆ, Δωρ. -μᾶ [ᾱ], είτε το οὐδαμά [μᾰ], ανάλογα με το μέτρο.
-
οὐδᾰμόθεν, επίρρ. του οὐδαμός, από κανέναν τόπο, από καμία πλευρά, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
οὐδᾰμόθῐ, Ιων. αντί οὐδαμοῦ, πουθενά, σε κανέναν τόπο, σε Ηρόδ.
-
οὐδαμοῖ, επίρρ. του οὐδαμός, προς κανένα μέρος, σε Αριστοφ., Ξεν.
-
οὐδ-ᾰμός, -ή, -όν αντί οὐδὲἀμός, Ιων. αντί οὐδ-είς, ούτε καν ένας, κανένας, μόνο στον πληθ., κανείς, σε Ηρόδ.
-
οὐδᾰμόσε, επίρρ. του οὐδαμός = οὐδαμοῖ, σε Θουκ., Πλάτ.
-
οὐδᾰμοῦ, επίρρ. του οὐδαμός = οὐδαμόθι, I. 1. πουθενά, ως απάντηση στο ποῦ;πού; σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν., οὐδαμοῦ γῆς, σε Ηρόδ.· οὐδαμοῦ ἦν φρενῶν, σε Ευρ. 2. οὐδαμοῦ λέγειν τινά, θεωρώ κάποιον μηδενικό, Λατ. nullo in loco habere, σε Σοφ.· ομοίως, θεοὺς νομίζων οὐδαμοῦ, σε Αισχύλ.· οὐδαμοῦ (ή μηδαμοῦ) εἶναι, φαίνεσθαι, όπως το ne apparere quidem του Κικέρωνα, δεν λαμβάνομαι υπ' όψιν, θεωρούμαι ανυπόληπτος, σε Πλάτ. II. λέγεται για τρόπο, ἄλλοθι οὐδαμοῦ, με κανέναν άλλο τρόπο, στον ίδ.
-
οὐδαμῶς, επίρρ. του οὐδαμός, με κανέναν τρόπο, σε Ηρόδ., Αττ.· ἄλλως οὐδαμῶς, σε Ηρόδ.· οὐδέποτε οὐδαμῆ οὐδαμῶς, σε Πλάτ.
-
οὖδας, τό, γεν. οὔδεος, δοτ. οὔδεϊ, οὔδει, 1. η επιφάνεια της γης, έδαφος, χώμα, σε Όμηρ.· πῖαρ οὖδας, εύφορο έδαφος, σε Ομήρ. Οδ.· ὀδὰξ ἕλον οὖδας, δάγκωσαν το χώμα, έφαγαν χώμα, λέγεται για ετοιμοθανάτους, σε Όμηρ.· οὔδει ἐρείσθη, στηρίχθηκε στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπ' οὔδεος, από το έδαφος, οὐδάσθε, προς το έδαφος, καταγής, σε Όμηρ.· πρὸς οὖδας φορεῖσθαι, πεσεῖν βεβλῆσθαι, σε Τραγ. 2. πάτωμα ή δάπεδο δωματίων ή σπιτιών, σε Όμηρ.· παροιμ., ἐπ' οὔδεϊ καθίζειν τινά, οδηγώ κάποιον να καταντήσει στη στάθμη του δαπέδου, δηλ. τον απογυμνώνω από όλα όσα έχει, σε Ομηρ. Ύμν.
-
οὐδέ (οὐδέ), αρνητικό μόριο, που σχετίζεται με το μηδέ όπως το οὐ με το μή, I. ως σύνδ., 1. αλλ' όχι, όταν προηγείται το μὲν· ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἐήνδανεν, οὐδέ ποθ' Ἥρῃ οὐδὲ Ποσειδάων', οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· ούτε και, ούτε, Λατ. neque, nec· τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος, σε Αισχύλ.· ἄθικτος οὐδ' οἰκητός, σε Σοφ. 2. όταν προηγείται μια απλή αποφατική λέξη, ούτε, οὐκέτι σοι μένος ἔμπεδον οὐδέ τις ἀλκή, σε Ομήρ. Οδ. II. όταν το οὐδέ επαναλαμβάνεται στην αρχή δύο αλληλοδιαδόχων προτάσεων, το πρώτο οὐδέ είναι συχνά επιρρ. (κατωτ. III), ούτε καν..., αλλά ούτε βεβαίως, λέγεται για να δηλώσει μια ισχυρότερη αντίθ. από τα οὔτε..., οὔτε, ούτε..., ούτε, στον ίδ., Αττ. III. 1. ως επίρρ., ούτε καν, Λατ. ne... quindem· οὐδ' ἠβαιόν, ούτε λίγο, ούτε καν, καθόλου, οὐδὲ τυτθόν, οὐδὲ μίνυνθα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· πριν το ἕν (ένα) δεν εκθλίβεται· οὐδὲ ἕν, σε Αριστοφ. 2. το οὐδέ συχνά επαναλαμβάνεται από κοινού με άλλες αποφατικές λέξεις· ἀλλ' οὐ γὰρ οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε, σε Σοφ.· ομοίως, οὐδὲ γὰρ οὐδέ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
-
οὐδ-είς, οὐδε-μίᾰ (ποτέ -μίη), οὐδ-έν, I. 1. ούτε καν ένας, δηλ. κανένας, κανείς, όπως το Λατ. nullus αντί ne ullus, σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως στον πληθ. (όπου αντί αυτού χρησιμ. το οὐδαμοί), σε Ξεν.· πρὸς οὐδένα τῶν Ἑλλήνων, σε Δημ.· βλ. κατωτ. II. 3. 2. οὐδεὶς ὅστις οὐ, Λατ. nemo non, καθένας, ο καθένας, σε Ηρόδ., Αττ.· οὐδὲν ὅ τι οὐ, Λατ. nihil non, κάθε τι, καθένα, σε Ηρόδ.· η περίφραση αυτή κατέληξε να θεωρείται ως μία λέξη, έτσι ώστε το οὐδείς πέρασε στην ίδια πτώση με το αναφορ.· οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε, σε Πλάτ. II. 1. μηδαμινός, τιποτένιος, σε Αριστοφ. 2. στο ουδ. λέγεται και για πρόσ.· οὐδέν εἰμι, σε Ηρόδ.· πρὸς τὸν οὐδένα, σε Ευρ.· οὐδὲν εἶναι, δεν είμαι ικανός για τίποτε, είμαι ανάξιος, σε Αριστοφ. 3. στον πληθ., οὐδένες ἐόντες, όντας τιποτένιοι, ανίκανοι, σε Ηρόδ.· ὄντες οὐδένες, σε Ευρ.· ὁ μηδὲν ὢν κἀξ οὐδένων κεκλήσομαι, στον ίδ. 4. με προθ., παρ' οὐδὲν ἄγειν, θέσθαι, οδηγώ στο μηδέν, στην ανυποληψία, στην απαξίωση, σε Σοφ., Ευρ.· δι'οὐδενὸς ποιεῖσθαι, σε Σοφ.· ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, σε Δημ. III. 1. το ουδ. ως επίρρ., καθόλου, τίποτε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. οὐδὲν ἄλλο ἤ, βλ. ἄλλος.
-
οὐδέκοτε, Ιων. αντί οὐδέποτε.
-
οὐδένεια, ἡ (οὐδείς), μηδαμινότητα, αναξιότητα, σε Πλάτ.
-
οὐδενόσ-ωρος, -ον (ὤρα), αυτός που είναι ανάξιος να αναφέρεται ή να χαίρει εκτίμησης, σε Ομήρ. Ιλ.
-
οὐδέπη ή οὐδέ-πη, επίρρ., με κανέναν τρόπο, σε Ομήρ. Οδ.
-
οὐδέ-ποτε, Ιων. -κοτε, Δωρ. -ποκα, επίρρ., και όχι ακόμη, όχι μέχρι στιγμής, Λατ. ne unquam quidem, nunquam κ.λπ.
-
οὐδέπω, επίρρ., όχι ακόμη, όχι μέχρι στιγμής, σε Αισχύλ., Πλάτ.· στον Όμηρ., με μία ενδιάμεση λέξη, οὐδέ τί πω, οὐδ' ἄν πω.
-
οὐδε-πώποτε, επίρρ., όχι ακόμη σε κάποια χρονική στιγμή, ακόμη ποτέ, ποτέ μέχρι τώρα, σε Σοφ., Πλάτ.
-
οὐδ-έτερος, -α, -ον, I. ούτε ένας από τους δύο, κανένας από τους δύο, Λατ. neuter αντί ne uter, σε Ηρόδ.· στον πληθ., όταν και τα δύο μέρη είναι στον πληθ., σε Ησίοδ., Ηρόδ.· επίρρ. οὐδετέρως, με κανέναν από τους δύο τρόπους, σε Πλάτ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ. οὐδετέρως, στον ίδ. II. ο ουδέτερος, αυτός που διάκειται με ουδετερότητα, τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων, σε Αριστ.
-
οὐδ-ετέρωσε, επίρρ., σε καμία από τις δύο πλευρές, με κανέναν από τους δύο τρόπους, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.