Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1181 - 1200]
ὅρος, Ιων. οὗρος, , I. 1. όριο, σημάδι που τίθεται για να δηλώνει το όριο, και στον πληθ. τα σύνορα, μεθόριος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το όριο μεταξύ δύο τόπων δηλώνεται με με τη γεν. των δύο ονομάτων· οὗρος τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς, σε Ηρόδ.· γενικά, σύνορο, όριο, ἑβδομήκοντα ἔτη οὗρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι, θέτω τα εβδομήντα χρόνια ως όριο ζωής για τον άνθρωπο, στον ίδ.· μεταφ., λέγεται για το μυαλό της γυναίκας που είναι περιορισμένο, σε Αισχύλ. II. στον πληθ., λίθοι που χρησιμ. ως όρια (στῆλαι, cippi), και έφεραν επιγραφές, σε Ηρόδ.· στην Αττ., νομοθεσία, λίθινες πινακίδες που στήνονταν σε υποθηκευμένες γαίες ως επιβεβαίωση του χρέους, σε Δημ. III. 1. όριο, κανόνας, καθεστώς, μέτρο, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ. 2. τέλος, σκοπός, σε Δημ. κ.λπ. IV.στη Λογική του Αριστ., κύριος όρος μιας πρότασης, ο ορισμός του, το είδος του· ομοίως, στα Μαθηματικά ὅροι είναι οι όροι ενός συλλογισμού ή μιας αναλογίας, σε Αριστ.
Ὀροσάγγαι, οἱ, Περσική λέξη για τους Ευεργέτες, σε Ηρόδ.
ὀρο-τύπος[ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το βουνό, σε Αισχύλ.
ὀρούω (ὄρνυμι), παρατ. ὤρουον, μέλ. ὀρούσω, αόρ. αʹ ὤρουσα, Επικ. ὄρουσα· 1. σηκώνομαι και ορμώ βίαια σε, κινούμαι γρήγορα, εφορμώ, σπεύδω, ορμώ προς τα μπρος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με γεν. αντικειμενική, ορμώ σε κάτι, αγωνίζομαι για κάτι, σε Πίνδ. 3. με απαρ., είμαι πρόθυμος να κάνω, στον ίδ.
ὀροφή, (ἐρέφω), στέγη ενός σπιτιού ή ταβάνι ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
ὀροφη-φάγος[ᾰ], -ον (φᾰγεῖν), αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει τη στέγη, σε Ανθ.
ὀροφη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει, που έχει στέγη, σε Ανθ.
ὀροφίας, -ου, , αυτός που ζει κάτω από μια στέγη, μῦς ὀροφίας, το κοινό ποντίκι, σε αντίθ. προς το μῦς ἀρουραῖος, σε Αριστοφ.
ὄροφος, (ἐρέφω), I. με περιληπτική σημασία, καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ. II. = ὀροφή, στέγη, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.
ὁρόω, Επικ. αντί ὁράω.
ὄρπετον, τό, Αιολ. αντί ἑρπετόν.
ὄρπηξ, Αττ. ὅρπηξ, -ηκος, Δωρ. ὄρπαξ, -ᾱκος, , 1. δεντρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. 2. οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα, μαστίγιο, βουκέντρα, σε Ησίοδ.· λόγχη, σε Ευρ.
ὀρρο-πύγιον[ῡ], τό, άκρο οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η ουρά ή το οστό κόκκυγας στην απόληξη της σπονδυλικής στήλης κάθε ζώου, σε Αριστοφ.
ὄρρος, , το άκρο του οστού κόκκυγας, όπου βγαίνουν τα φτερά του πουλιού, σε Αριστοφ.
ὀρρωδέω, Ιων. ἀρρ-, μέλ. -ήσω, φοβάμαι, τρέμω, ζαρώνω από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., φοβάμαι για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ περί τινος κ.λπ. (ο σχηματισμός του φανερώνει ηχομιμ. λέξη, για να εκφράσει το τρέμουλο που προέρχεται από τον φόβο).
ὀρρωδία, Ιων. ἀρρωδίη, , τρόμος, φρίκη, σε Ηρόδ., Ευρ.
ὄρσας, μτχ. αορ. αʹ του ὄρνυμι.
ὄρσασκε, Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ του ὄρνυμι.
ὄρσεο, ὄρσευ, Επικ. βʹ ενικ. προστ. Μέσ. αορ. αʹ του ὄρνυμι.
ὀρσί-κτῠπος, -ον, αυτός που εγείρει ή προκαλεί θόρυβο, Ζεὺς ὀρσίκτυπος, αυτός που εγείρει τον κεραυνό, σε Πίνδ.