Αποτελέσματα για: "Ο"
Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [101 - 120]
-
ὄζω, Δωρ. ὄσδω, μέλ. ὀζήσω, αόρ. αʹ ὤζησα, παρακ. με σημασία ενεστ. ὄδωδα, και υπερσ. ως παρατ. ὠδώδειν, Επικ. ὀδώδειν· I. μυρίζω, έχω κάποια οσμή, είτε ευχάριστη είτε δυσάρεστη, σε Όμηρ., μόνο στο γʹ ενικ. υπερσ.· με γεν. πράγμ., μυρίζω από κάτι, ὄζων τρυγός, αυτός που μυρίζει από το κατακάθι του τρύγου, σε Αριστοφ.· έχω την οσμή κάποιου πράγματος, αναδίδω μια οσμή, Λατ. sapere aliquid, Κρονίων ὄζων, αυτός που έχει οσμή αρχαιότητας, σε Αριστοφ. II. απρόσ., ὄζει ἀπ' αὐτῆς ὡσεὶ ἴων, έρχεται μια μυρωδιά απ' αυτή σαν άρωμα από βιολέτες, σε Ηρόδ.· ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας, βγαίνει μια γλυκιά μυρωδιά από την επιδερμίδα του, σε Αριστοφ.· ομοίως, με διπλή γεν., ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος, στον ίδ.
-
ὅθεν, αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. τόθενκαι το ερωτημ. πόθεν, Λατ. unde· I. 1. α) απ' όπου, από το οποίο, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από τον οποίο, ὅθεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, από τον οποίο ο ίδιος γεννήθηκε, σε Σοφ. β) ὅθεν δή, από οποιαδήποτε αφορμή, με οποιονδήποτε τρόπο, σε Πλάτ. 2. ὅθι, οὗ, ὅπου, όπου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. II. γι' αυτό, γι' αυτόν το λόγο, σε Ευρ., Πλάτ.
-
ὅθῐ, αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. τόθικαι το ερωτημ. πόθι, ποιητ. αντί οὗ, Λατ. ubi, όπου, σε Όμηρ., Τραγ.
-
ὀθνεῖος, -α, -ον και -ος, -ον, παράξενος, ξένος, Λατ. alienus, σε Ευρ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ὄθομαι, αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., φροντίζω για, αναλαμβάνω τη φροντίδα, προσέχω, επιμελούμαι, πάντοτε με άρνηση, σε Όμηρ.
-
ὀθόνη, ἡ, 1. λεπτό λινό ύφασμα, στον πληθ., λεπτά λινά ενδύματα, ρούχα, υφάσματα, σε Όμηρ. 2. ιστία, σε Ανθ.· στον ενικ., καραβόπανο, σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
-
ὀθόνιον, τό, υποκορ. του ὀθόνη, κομμάτι λινού υφάσματος· στον πληθ., λινά υφάσματα, επίδεσμοι από λινό, σε Αριστοφ.
-
ὁθ-ούνεκα, αντί ἕνεκα (όπως οὕνεκα αντί οὗ ἕνεκα)· I. επειδή, διότι, σε Σοφ. II. όπως το οὕνεκα, απλώς αντί ὡς ή ὅτι, ότι, Λατ. quod, στους Τραγ.
-
ὄ-θριξ, γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. αντί ὁμό-θριξ, ὁ, ἡ, αυτός που έχει όμοιες τρίχες, μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
-
Ὄθρυς, -υος, ὁ, το όρος Ὄθρυς στη Θεσσαλία, σε Ηρόδ.
-
οἴ, επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. heu! vae!, μερικές φορές με ονομ., οἴ 'γώ, σε Σοφ.· κυρίως με δοτ., βλ. οἴμοι· με αιτ., οἲ ἐμὲ δειλήν, σε Ανθ.
-
οἱ, ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου ὁ· I.οἵ, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. ὅς.
-
οἷ, εγκλιτ. οἱ, δοτ. ενικ. αρσ. και θηλ. της προσ. αντων. γʹ προσ., βλ. οὗ.
-
οἷ, αναφορ. επίρρ. (από το ὅς), όπου, εκεί, Λατ. quo, σε Τραγ.· οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα, σε Αριστοφ.· με γεν., οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις, σε ποιο βάθος ατιμίας με οδηγείς, σε Σοφ. 2. με ρήματα που δηλώνουν στάση, οἷ φθίνει τύχα, που, δηλ. πώς, σε ποιο σημείο σταματά, σε Ευρ.· ομοίως, οἷ κακίας τελευτᾷ, σε ποια κατάσταση διαφθοράς καταλήγει, σε Πλάτ.
-
οἰᾱκίζω, Ιων. οἰηκ-, μέλ. -σω (οἴαξ), κυβερνώ, και συνεπώς καθοδηγώ, διευθύνω, σε Ηρόδ., Αριστ.
-
οἰᾱκο-νόμος, ὁ (νέμω), τιμονιέρης, πηδαλιούχος· μεταφ., καθοδηγητής, κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ.
-
οἰᾱκοστροφέω, μέλ. -ήσω, κυβερνώ, οδηγώ, διευθύνω, σε Αισχύλ.
-
οἰακο-στρόφος, ὁ (στρέφω), = οἰακονόμος, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
οἴαξ, -ᾱκος, Ιων. οἴηξ, -ηκος, ὁ, I. η λαβή του πηδαλίου του πλοίου, τιμόνι, και γενικά, σύστημα ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το τιμόνι της διακυβέρνησης, το πηδάλιο της διοίκησης, σε Αισχύλ. II. στην Ομήρ. Ιλ., οἱ οἴηκες είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την καθοδήγηση των μουλαριών.
-
οἰάτης[ᾱ], -ου, ὁ, χωρικός, Οἰᾶτις νομός, βοσκότοπος στον δήμο Οἴα της Αττικής, σε Σοφ.