Αποτελέσματα για: "Ξ"
Βρέθηκαν 138 λήμματα [61 - 80]
-
ξέστης, -ου, ὁ, Λατ. sextarius, σχεδόν μία πίντα (μονάδα μέτρησης υγρών που ισοδυναμεί με 586 γρ.), σε Κ.Δ.
-
ξεστός, -ή, -όν, λείος, στιλβωμένος, επεξεργασμένος, σκαλιστός, πελεκητός, τορνευτός, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ξεσταὶ αἴθουσαι, δωμάτια από στιλπνή πέτρα, λείο, σκαλιστό μάρμαρο, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ξέω, παρατ. ἔξεον, αόρ. αʹ ἔξεσα, Επικ. ξέσσα — Παθ., παρακ. ἔξεσμαι· λειαίνω ή στιλβώνω με ξύσιμο, πλάνισμα (ροκάνισμα), λιμάρισμα· λέγεται για ξυλουργό, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
-
ξηρά (ενν. γῆ), ἡ, ξεραμένη, άνυδρη γη, βλ. ξηρός III.
-
ξηραίνω (ξηρός), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐξήρᾱνα — Παθ., αόρ. αʹ ἐξηράνθην, παρακ. ἐξήρασμαι· 1. ξηραίνω, στεγνώνω με υψηλή θερμοκρασία (καύσωνα), αποξηραίνω, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., γίνομαι ή είμαι ξηρός, καταντώ αποξηραμένος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. αποξηραίνω, στεγνώνω αφαιρώντας το νερό, Λατ. siccare, σε Θουκ.
-
ξηρ-ᾰλοιφέω (ἀλείφω), κυρίως αλείφω στεγνή επιδερμίδα με λάδι, χωρίς να έχει προηγηθεί η χρήση λουτρού, προκειμένου να μαλακώσουν τα μέλη του σώματος· τεχνικός όρος των παλαιστών, σε Νόμ. παρά Πλουτ., σε Αισχίν.
-
ξηρ-αμπέλῐνος, -η, -ον, αυτός που έχει το χρώμα των μαραμένων αμπελόφυλλων, ανοιχτό κόκκινο, ερυθρό, σε Ιουβεν.
-
ξηρός, -ά, -όν, I. 1. ξερός, ξηρός, στεγνός (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. siccus, αντίθ. προς το ὑγρός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ξηροῖς ὄμμασι, το siccis oculis του Ορατ., σε Αισχύλ. 2. λέγεται για την κατάσταση του σώματος, μαραμένος, λιπόσαρκος, ισχνός· ξηρὸν δέμας, σε Ευρ., Θεόκρ. II. όπως το Λατ. siccus, αυτός που νηστεύει, εγκρατής, τραχύς, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν, σε Ευρ. III. ως ουσ., ἡ ξηρά (ενν. γῆ), ξεραμένη, άνυδρη γη, σε Ξεν.· με την ίδια σημασία, τὸ ξηρόν, σε Ηρόδ.· ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν, αφήνω τα πλοία στη στεριά, σε Θουκ.
-
ξηρότης, -ητος, ἡ (ξηρός), ξηρότητα, ξηρασία, ξεραΐλα, σε Πλάτ., Ξεν.· ἡξηρότης τῶν νεῶν, ξηρότητα, δηλ. ακμαιότητα, καλή κατάσταση των ξύλινων μερών των πλοίων, σε Θουκ.
-
ξηρο-φᾰγέω (φᾰγεῖν), μέλ. -ήσω, τρώω ξηρά τροφή, σε Ανθ. κ.λπ.
-
ξῐφ-ήρης, -ες (*ἄρω), αυτός που κρατάει ξίφος στο χέρι του, οπλισμένος με ξίφος, ξιφομάχος, σε Ευρ.
-
ξῐφη-φόρος, -ον (φέρω), οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατάει ξίφος, ξιφομάχος, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
ξῐφίδιον, τό, υποκορ. του ξίφος, στιλέτο, εγχειρίδιο, σε Θουκ. κ.λπ.
-
ξῐφιστήρ, -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.
-
ξῐφο-δήλητος, -ον (δηλέομαι), αυτός που σκοτώνεται από ξίφος· ξιφοδήλητος θάνατος, θάνατος που συντελείται από ξίφος, σε Αισχύλ.
-
ξῐφο-κτόνος, -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει με σπαθί, ξίφος, σε Σοφ.
-
ξίφος[ῐ], Αιολ. σκίφος, -εος, τό, ξίφος, σπαθί, σε Όμηρ.· αντίθ. προς το μάχαιρα, βλ. μάχαιρα.
-
ξῐφουλκία, ἡ, τράβηγμα, σύρσιμο ξίφους, ξεσπάθωμα, σε Πλούτ.
-
ξῐφ-ουλκός, -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.
-
ξῐφ-ουργός, (*ἔργω), κατασκευαστής ξιφών, σε Αριστοφ.