Αποτελέσματα για: "Ν"
Βρέθηκαν 719 λήμματα [681 - 700]
-
νῡνί, Αττ. τύπος του νῦν, επιτετ. με το δεικτικό -ῑ, τώρα δα, αυτήν τη στιγμή, σε Δημ., Αισχίν. ομοίως και στην καθομιλουμένη Αττ., νυνμενί αντί νυνὶ μέν, σε Αριστοφ.· νυνδί αντί νυνὶ δέ, στον ίδ.
-
νύξ, νυκτός, ἡ, Λατ. nox· I. 1. νύχτα, δηλ. είτε με τη σημασία της χρονικής περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την ημέρα) ή απλά ως μία νύχτα, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· νυκτός, τη νύχτα, Λατ. noctu, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς ἔτι, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, σε Ηρόδ.· νυκτὸς τῆσδε, σε Σοφ.· ἄκρας νυκτός, στη βαθύτατη σιγή της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, νυκτί, σε Ηρόδ., Σοφ.· νύκτα, καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, στο μακρύ διάστημα της νύχτας, σε Όμηρ.· νύκτας, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· μέσαι νύκτες, μεσάνυχτα, μεσονύχτι, σε Πλάτ. 2. με προθ.· ἀνὰ νύκτα, κατά τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ νύκτα, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς νύκτα, εἰς τὴν νύκτα, προς τη νύχτα, σε Ξεν.· ὑπὸ νύκτα, μόλις νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· διὰ νυκτός, κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλάτ.· ἐκ νυκτός, αμέσως μόλις πέσει η νύχτα, σε Ξεν.· πόρρω τῶν νυκτῶν, βαθιά μέσα στη νύχτα, στον ίδ.· ἐπὶ νυκτί, τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νυκτί, ἐν τῇ νυκτί, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη νύχτα σε τρεις φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. το σκοτάδι της νύχτας, σε Όμηρ. 2. σκοτάδι, νύχτα του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω, σε Σοφ. III. Νύξ, ως κύριο όνομα, η θεά της νύχτας, κόρη του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. IV. νυχτερινό ή εσπερινό μέρος του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.
-
νύξα, Επικ. αντί ἔνυξα, αόρ. αʹ του νύσσω.
-
νυός[ῠ], -οῦ, ἡ, I. νύφη (σε σχέση με τα πεθερικά και τους κουνιάδους), σε Όμηρ.· με ευρύτερη σημασία, κάθε θηλυκό πρόσωπο που συνδέεται με γάμο με δεσμούς αγχιστείας, σε Ομήρ. Ιλ. II. νύφη, σύζυγος, έγγαμη γυναίκα, σε Θεόκρ., Ανθ.
-
Νῦσα, -ης, ἡ, όνομα ποικίλων λόφων, πολλών πόλεων και τόπων αφιερωμένων στον Βάκχο, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· επίθ. Νύσιος[ῦ], -α, -ον, στο ίδ.· Νῦσήϊος, σε Αριστοφ.
-
νύσσα, -ης, ἡ (νύσσω), όπως το Λατ. meta, όνομα δύο στηλών στον ιππόδρομο (ἱππόδρομος)· 1. στήλη γύρω από την οποία έστριβαν τα άρματα, τοποθετημένη σε σημείο τέτοιο ώστε τα άρματα που πήγαιναν από τη δεξιά πλευρά της διαδρομής έστριβαν γύρω απ' αυτή και επέστρεφαν από την αριστερή πλευρά (πρβλ. καμπτήρ), σε Ομήρ. Ιλ. 2. στήλη εκκίνησης, απ' όπου δηλ. ξεκινούσαν οι ιπποδρομίες· και ήταν επίσης το σημείο του νικηφόρου τερματισμού, σε Όμηρ.
-
νύσσω, Αττ. νύττω, μέλ. -ξω, τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο, τσιμπώ, κεντρίζω, διαπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἀγκῶνι νύξας, έχοντάς τον ακουμπήσει ελαφρά με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· νύσσω γνώμην, την κεντρίζω, την τρυπώ (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ.
-
νυστάζω, αόρ. αʹ ἐνύσταξα και ἐνύστασα· 1. γέρνω το κεφάλι μου γιατί με παίρνει ο ύπνος, κοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι, σε Ξεν., Πλάτ. 2. είμαι νυσταλέος, κοιμισμένος, Λατ. dormito, σε Αριστοφ., Πλάτ. 3. κρεμώ προς τα μπρος το κεφάλι, κλίνω το κεφάλι μου προς τα μπρος, σε Ανθ.
-
νυστακτής, -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα κάτω το κεφάλι του, σε Αριστοφ.
-
νύττω, Αττ. αντί νύσσω.
-
νύχευμα[ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.
-
νῠχεύω (νύξ), μέλ. -σω, ξαγρυπνώ τη νύχτα φυλώντας σκοπιά, διανυκτερεύω, σε Ευρ.
-
νυχθ-ήμερον, τό (ἡμέρα), μία νύχτα και μία μέρα, ημερονύχτι, σε Κ.Δ.
-
νύχιος[ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, νυχτερινός, 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ενασχόληση τη νύχτα, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει νύχτα, σε Σοφ., Ευρ. 3. λέγεται για τόπους, σκοτεινός όπως η νύχτα, ζοφερός, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
νώ, βλ. ἐγώ III.
-
νωδός, -ή, -όν (νη-, ὀδούς), αυτός που δεν έχει δόντια, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
-
νωδῠνία, ἡ, I. απαλλαγή από τον πόνο, σε Θεόκρ. II. καταπραϋντικό, αναλγητικό φάρμακο, σε Πίνδ.
-
νώ-δῠνος, -ον (νη-, ὀδύνη)· I. = ἀνώδυνος, βλ. αυτ., αυτός που δεν προκαλεί πόνους, σε Πίνδ. II. Ενεργ., αυτός που μαλακώνει τον πόνο, που επενεργεί καταπραϋντικά, σε Σοφ.
-
νώθεια, ἡ, οκνηρία, ραθυμία, βραδύτητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
νωθής, -ές, γεν. -έος· 1. οκνηρός, ράθυμος, αργοκίνητος, επίθ. προσδιοριστικό του γαϊδάρου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ. 2. λέγεται για την αντίληψη, ανόητος, ηλίθιος, νωθρός, βραδύς· νωθέστερος, πιο ανόητος, σε Ηρόδ.