Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [661 - 680]
νύμφευμα, -ατος, τό, (νυμφεύωI. γάμος, συζυγία, σε Σοφ., Ευρ. II. στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· καλὸν νύμφευμά τινι, «καλό ταίρι για κάποιον», σε Ευρ.
νυμφευτήριος, , -ον, γαμήλιος, σε Ευρ.
νυμφευτής, -οῦ, (νυμφεύωI. συνοδός της νύφης στη μετάβαση προς το σπίτι του γαμπρού· επίσης, προξενητής, σε Πλάτ. II. γαμπρός, σύζυγος, νυμφίος, σε Ευρ.
νυμφεύτρια, , παράνυμφος, αυτή που συνοδεύει τη νύφη στον οίκο του γαμπρού, σε Αριστοφ.
νυμφεύω (νύμφη), μέλ. -σω, I. 1. οδηγώ, συνοδεύω τη νύφη, την παραδίδω σε γάμο με κάποιον, την παντρεύω με κάποιον, σε Ευρ. 2. παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα, Λατ. nubere, σε Σοφ.· αλλά επίσης και για άνδρα, Λατ. ducere, σε Ευρ.· όπως επίσης και για τους δύο, νυμφεύετ', εὖ πράσσοιτε, στον ίδ. II. Παθ. με Μέσ. μέλ. νυμφεύσομαι, Μέσ. και Παθ. αόρ. αʹ ἐνυμφευσάμην, ἐνυμφεύθην· παραδίδομαι σε γάμο, παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα, σε Ευρ.· νυμφεύομαι ἔκ τινος, λαμβάνομαι από κάποιον για γάμο, στον ίδ. III. Μέσ., λέγεται για άνδρα, παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, στον ίδ.
νύμφη, , Επικ. κλητ. νύμφᾰ· Δωρ. νύμφᾱ· I. 1. νεαρή σύζυγος, νύφη, Λατ. nupta, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 2. γενικά, κάθε παντρεμένη γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. 3. νεαρή κόρη, παρθένα σε ηλικία γάμου, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. 4. ισοδύν. Λατ. nurus, η νύφη (αναφορικά με τα πεθερικά και τους κουνιάδους), σε Κ.Δ. II. 1. ως κύριο όνομα, η Νύμφη, σε Όμηρ.· θεαὶ Νύμφαι, σε Ομήρ. Ιλ.· διακρίνεται με διαφορετικά κατά τόπους ονόματα· Νύμφες των πηγών είναι οι Ναϊάδες, Νύμφες της θάλασσας οι Νηρηΐδες, Νύμφες των δέντρων οι Δρυάδες και οι Ἁμαδρυάδες, Νύμφες των βουνών οι Νύμφαι Ὀρεστιάδες και οι Ὀρεάδες, Νύμφες του αγρού οι Νύμφαι λειμωνιάδες. 2. λέγεται για πρόσ. που βρίσκονται σε κατάσταση έκστασης, όπως οι μάντεις και οι ποιητές· λεγόταν ότι είχαν καταληφθεί από τις Νύμφες, δηλαδή ότι ήταν νυμφόληπτοι, Λατ. lymphaticI. III. χρυσαλλίδα ή προνύμφη του μεταξοσκώληκα, σε Ανθ.
νυμφίδιος[ῐ], , -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει στη νύφη, νυφικός, σε Ευρ., Αριστοφ.
νυμφικός, , -όν, = το προηγ., στους Τραγ. κ.λπ.
νυμφίος, (νύμφηI. γαμπρός, αυτός που έχει παντρευτεί, νιόπαντρος άνδρας, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, στο νυφικό ζευγάρι, στους νεονύμφους, σε Ευρ. II. ως επίθ., νύμφιος, , -ον, νυφικός, σε Πίνδ.
νυμφο-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη, σε Ανθ.
νυμφό-κλαυτος, -ον, αυτός που προκαλεί θρήνο στις νιόπαντρες γυναίκες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
νυμφοκομέω, μέλ. -ήσω, I. ντύνω, κοσμώ τη νύφη, σε Ανθ. II. αμτβ., ντύνομαι νύφη, σε Ευρ.
νυμφο-κόμος, -ον (κομέω), αυτός που ντύνει ή στολίζει τη νύφη· γενικά, νυφικός, σε Ευρ.
νυμφό-ληπτος, -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από τις Νύμφες, σε Πλάτ.
νυμφοστολέω, συνοδεύω τη νύφη, σε Ανθ.
νυμφο-στόλος, -ον (στέλλω), συνοδός της νύφης.
νυμφό-τῑμος, -ον (τιμή), αυτός που αποδίδει τιμές στη νύφη· μέλος νυμφότιμον, γαμήλιο τραγούδι, υμέναιος, σε Αισχύλ.
νυμφών, -ῶνος, (νύμφη), νυφικό δωμάτιο, σε Κ.Δ.
νῦν, επίρρ.: I. 1. τώρα, σ' αυτή τη δεδομένη στιγμή, Λατ. nunc· οἳ νῦν βροτοί εἰσιν, αυτοί που είναι τώρα θνητοί, όπως ακριβώς ζουν τώρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και στους Αττ., οἱ νῦν ἄνθρωποι, οι σύγχρονοι άνθρωποι· τὸ νῦν, ο ενεστώτας χρόνος, σε Πλάτ.· τὰ νῦν (συχνά γραμμένο τανῦν) χρησ. απλώς όπως το νῦν, σε Ηρόδ., Αττ. 2. επίσης, λέγεται για ό,τι έχει αποτελέσει μόλις παρελθόν, ακριβώς τώρα, μόλις τώρα, σε Όμηρ., Σοφ. 3. τώρα, δηλ. όπως έχει τώρα η κατάσταση, αντίθ. προς ό,τι ήταν δυνατόν να συμβεί υπό διαφορετικές περιστάσεις, σε Θουκ.· ομοίως, καὶ νῦν, ακόμη και στην περίπτωση, περίσταση αυτή, σε Ξεν. II. εκτός από τη σημασία του χρόνου, το εγκλιτ. νυν, νυ δηλώνει: 1. άμεση ακολουθία ενός πράγμ. ύστερα από ένα άλλο, έπειτα, αμέσως έπειτα, αμέσως μετά, σε Όμηρ. 2. επίσης, λέγεται με σημασία συμπεράσματος, λοιπόν, ώστε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. χρησιμ. για να επιτείνει διαταγή· δεῦρό νυν, εμπρός λοιπόν! γρήγορα λοιπόν! σε Ομήρ. Ιλ.· εἶά νυν, κ.λπ.· φέρε νυν, ἄγε νυν, σπεῦδέ νυν, σίγα νυν, κ.λπ., σε Ξεν.· επίσης, χρησιμ. για να επιτείνει ερώτηση· τίς νυν; τί νυν; ποιος λοιπόν; τι λοιπόν; στον ίδ.
νῦνδή, επιτετ. τύπος του νῦν, 1. με ενεστ., τώρα δα, τώρα, ακόμη και τώρα, σε Πλάτ. 2. με παρελθοντικούς χρόνους, προ ολίγου, μόλις τώρα· ἃ νῦν δὴ ἐγὼ ἔλεγον, στον ίδ.