Αποτελέσματα για: "Ν"
Βρέθηκαν 719 λήμματα [561 - 580]
-
νομοθετέω, μέλ. -ήσω, I. θεσπίζω νόμους, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. — Μέσ., ορίζω νόμους για τον εαυτό μου, σχηματίζω νόμους, σε Πλάτ. II. μτβ., ορίζω κάτι μέσω των νόμων· τι, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., απρόσ., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται, έτσι έχει οριστεί από τον νόμο, σε Ηρόδ.
-
νομοθέτημα, -ατος, τό, νόμος, κανονισμός, διάταγμα, σε Πλάτ.
-
νομο-θέτης, -ου, ὁ (τίθημι)· I. αυτός που θεσπίζει νόμους, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. II. στην Αθήνα, οι Νομοθέται ήταν πολυάριθμη επιτροπή δικαστών επιφορτισμένων με την αναθεώρηση των νόμων, σε Δημ.
-
νομοθετητέος, -α, -ον, 1. ρημ. επίθ. του νομοθετέω, αυτός που πρέπει να καθιερωθεί με νόμο, σε Πλάτ. 2. μτβ., αυτός που πρέπει να ορίσει μέσω νόμων, να νομοθετήσει, σε Αριστ.
-
νομοθετικός, -ή, -όν, I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε νομοθέτη ή σε νομοθεσία, σε Πλάτ.· ἡ νομοθετική (ενν. τέχνη), νομοθεσία, στον ίδ. II. λέγεται για πρόσ., αυτός που είναι κατάλληλος, αρμόδιος να νομοθετεί, σε Αριστ.
-
νομόνδε (νομός), επίρρ., στη βοσκή, προς τον τόπο της βοσκής, σε Όμηρ.
-
νομός, ὁ (νέμω)· I. 1. τόπος όπου τρέφονται τα κοπάδια, βοσκότοπος, σε Όμηρ.· νομὸς ὕλης, τόπος βοσκής σε δασική έκταση, σε Ομήρ. Οδ. 2. βοσκολίβαδο, χορτάρια βοσκής, σε Ομηρ. Ύμν.· γενικά, τροφή, σε Ησίοδ., Αριστοφ. 3. μεταφ., ἐπέων πολὺς νομός, ευρεία κλίμακα, εκτεταμένο πεδίο λόγων, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. κατοικία που κληρώθηκε ή κατακυρώθηκε και απονεμήθηκε σε κάποιον, διαμέρισμα, περιφέρεια, επαρχία, επικράτεια, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· νομὸν ἔχειν, έχω ιδιόκτητη κατοικία, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. μία από τις περιφέρειες (τους νομούς) στις οποίες ήταν διαιρεμένη η Αίγυπτος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διαίρεση που εφαρμόζεται επίσης και σε άλλα κράτη, στον ίδ.
-
νόμος, ὁ (νέμω) I. 1. οτιδήποτε καθιερωμένο, συνήθεια, έθιμο, νόμος, διάταξη, Λατ. institutum, σε Ησίοδ.· νόμος πάντων βασιλεύς, το έθιμο κυβερνά τα πάντα, Πίνδ. παρ' Ηροδ.· κατὰνόμον, σύμφωνα με το έθιμο ή τον νόμο, σε Ησίοδ., Αττ.· ποιητ., κὰν νόμον, σε Πίνδ.· παρὰ νόμον, αντίθ. προς τον νόμο, σε Αισχύλ.· δοτ. νόμῳ, κατ' έθιμο, συμβατικά, κατά συναίνεση, αντίθ. προς το φύσει, σε Ηρόδ., Αριστ.· στην Αθήνα, νόμοι ήταν οι νόμοι του Σόλωνος, ενώ εκείνοι του Δράκοντα αποκαλούνταν θεσμοί. 2. ἐν χειρῶν νόμῳ, με τον νόμο της εξουσίας, μέσω της ισχύος, δια της βίας επίσης· σε μάχη ή συμπλοκή, σε Ηρόδ.· ἐν χειρὸς νόμῳ, κατά τη διάρκεια πραγματικής συμπλοκής, πραγματικού πολέμου, σε Αριστ.· επίσης, ἐς χειρῶν νόμων ἀπικέσθαι, έρχομαι στα χέρια, σε Ηρόδ. II.1. μουσικός τρόπος, κλίμακα, μελωδία, ρυθμός, ήχος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· νόμοι κιθαρῳδικοί, σε Αριστοφ. 2. τραγούδι που ερμηνευόταν προς τιμήν κάποιου θεού με λύρα ή αυλό, σε Ηρόδ.· νόμοι πολεμικοί, παιάνες, θούριοι, πολεμικά άσματα, σε Θουκ.
-
νομο-φύλαξ[ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας των νόμων, σε Πλάτ.
-
νοό-πληκτος, -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.
-
νόος, νόου, Αττ. συνηρ. νοῦς, νοῦ, ὁ· στους μεταγεν. συγγραφείς απαντούν πτώσεις της γʹ κλίσης, γεν. νοός, δοτ. νοΐ, αιτ. νοῦν· I. 1. μυαλό, διάνοια, αντίληψη, σε Όμηρ. κ.λπ.· νόῳ, με νου, φρόνιμα, συνετά, σε Ομήρ. Οδ.· παρὲκ νόον, ασυναίσθητα, ανόητα, άκριτα, σε Ομήρ. Ιλ.· σὺν νόῳ, με σωφροσύνη, σε Ηρόδ.· νόῳ λαβεῖν τι, αντίληψη ενός πράγματος, στον ίδ.· νόῳ ἔχειν, έχω στο νου μου, σκέπτομαι, στον ίδ. 2. η φράση νοῦν ἔχειν σημαίνει: α) έχω συναίσθηση, είμαι λογικός, σώφρων, φρόνιμος, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.· περισσὰ πράσσειν οὐκἔχει νοῦν οὐδένα, το να επιδιώκεις τόσο πολλά δεν έχει νόημα, σε Σοφ. β) έχω το μυαλό μου στραμμένο σε κάτι· ἄλλοσ' ὄμμα, θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν, σε Σοφ.· δεῦρο νοῦν ἔχε, σε Ευρ. 3. ψυχή, συναίσθημα, «καρδιά»· χαῖρε νόῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, νόος ἔμπεδος, ἀπηνής, σε Όμηρ.· ἐκ παντὸς νόου, με όλη του την καρδιά και την ψυχή, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. ο νους σαν όργανο λήψης αποφάσεων και σχεδιασμών· τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; τί σκοπεύεις να κάνεις; στον ίδ.· ἐν νόῳ ἔχειν, με απαρ., προτίθεμαι, σκοπεύω, προδιατίθεμαι να..., στον ίδ.· νόον τελεῖν, σε Ομήρ. Ιλ. II. σημασία ή νόημα, έννοια λέξης ή φράσης, πρότασης ή λόγου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
-
νοσᾰκερός, -ά, -όν (νόσος), αυτός που υπόκειται σε ασθένεια, νοσηρός, σε Αριστ.
-
νοσερός, -ά, -όν, = νοσηρός, σε Ευρ.· νοσερὰ κοίτη, το κρεβάτι του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο ασθενής, στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα, σε Αριστ.
-
νοσέω (νόσος), μέλ. -ήσω, παρακ. νενόσηκα· 1. είμαι άρρωστος, ασθενής, πονώ, είτε στο σώμα είτε στην ψυχή, σε Ηρόδ., Αττ.· τῆς πόλεως οὔπω νενοσηκυίας, η πόλη δεν έχει πληγεί ακόμη από τη νόσο (δηλ. τον λοιμό), σε Θουκ.· νοσέωὀφθαλμούς, πλήττονται από ασθένεια τα μάτια μου, σε Πλάτ.· τὸ νοσοῦν = νόσος, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για πράγμ.· γῆ νοσεῖ, σε Ξεν. 2. λέγεται για πάθος, νοσῶν μάτην, νοσώντας από μάταιες φαντασίες, σε Σοφ.· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, στον ίδ. 3. γενικά, είμαι σε κατάσταση ασθένειας, πάσχω, υποφέρω· νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν, σε Ευρ.· νοσεῖ τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν, στον ίδ.· λέγεται για πολιτεύματα, καθεστώτα, υποφέρω από ανταρσία, αναρχία, λέγεται για πόλεις ή κράτη τα οποία επικρατεί αναρχία, σε Ηρόδ.
-
νοσηλεία, ἡ, I. φροντίδα του ασθενούς, νοσηλευτική περιποίηση, σε Πλούτ. II. (από το Παθ.), ασθένεια που απαιτεί περιποίηση, ουσία που βγαίνει από πληγή, πύον, σε Σοφ.
-
νοσηλεύω, μόνο σε ενεστ., φροντίζω ασθενή, σε Βάβρ.
-
νόσημα, -ατος, τό (νοσέω)· 1. αρρώστια, ασθένεια, λοιμός, σε Σοφ. κ.λπ. 2. μεταφ., ψυχική αρρώστια, κατάθλιψη, μελαγχολία, σε Αισχύλ., Πλάτ. 3. λέγεται για την αναρχία που επικρατεί σε μια πολιτεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
νοσημᾰτ-ώδης, -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.
-
νοσηρός, -ά, -όν, όπως το νοσερός, αρρωστημένος, βλαβερός για την υγεία, λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.
-
νόσος, ἡ, Ιων. νοῦσος, I. αρρώστια, ασθένεια, αδιαθεσία, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. γενικά, στενοχώρια, δυστυχία, πόνος, λύπη, συμφορά, σε Ησίοδ., Τραγ. 2. διανοητική ασθένεια, στους Τραγ.· θεία νόσος, δηλ. τρέλα, σε Σοφ. 3. λέγεται για πολιτικά καθεστώτα, αναρχία, στάση έναντι της αρχής, σε Πλάτ. 4. πληγή, δηλητήριο, λαίλαπα, λέγεται η φράση «θεία νόσος» για τον ανεμοστρόβιλο, σε Σοφ.