Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [541 - 560]
νομέας, -ου, , μεταγεν. τύπος αντί νομεύς, σε Ανθ.
νόμευμα, -ατος, τό (νομεύω), αυτό που βόσκει, δηλ. κοπάδι, αγέλη, σε Αισχύλ.
νομεύς, -έως, (νέμω), Επικ. -ῆος, I. βοσκός, ποιμένας, βουκόλος, σε Όμηρ. κ.λπ. II. απονεμητής, διανομέας· ἀγαθῶν, σε Πλάτ. III. πληθ., σε Ηρόδ.· νομέες = ἐγκοίλια, τα πλευρά του πλοίου, σε Ησύχ.
νομεύω, μέλ. -σω, 1. οδηγώ στη βοσκή, βόσκω (Ενεργ., λέγεται για ποιμένα), οδηγώ στους αγρούς, σε Ομήρ. Οδ. — στην Παθ., λέγεται για κοπάδια, οδηγούμαι στη βοσκή, σε Πλάτ. 2. βουσὶ νομοὺς νομεύσομεν, κατατρώμε τα χόρτα της βοσκής μαζί με τα βόδια, Λατ. depascere, σε Ομηρ. Ύμν. 3. απόλ., είμαι βοσκός, φροντίζω κοπάδια, σε Θεόκρ.
νομή, (νέμωI. 1. βοσκή, βοσκότοπος, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. βοσκή, τροφή, σε Πλάτ. 3. η ίδια ενέργεια της βοσκής, της κατανάλωσης τροφής, λέγεται για κοπάδια· μεταφ., νομὴ πυρός, εξάπλωση πυρκαγιάς, σε Πολύβ.· νομὴν ἔχειν, λέγεται για καρκινικό, διαβρωτικό έλκος, εξαπλώνομαι, σε Κ.Δ. II. μοίρασμα, διανομή, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
νομίζω (νόμος), Αττ. μέλ. νομιῶ, Ιων. αʹ πληθ. νομιοῦμεν· αόρ. αʹ ἐνόμισα, ποιητ. νόμισα, παρακ. νενόμικαΠαθ., μέλ. νομισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐνομίσθην, παρακ. νενόμισμαι· γʹ ενικ. υπερσ. νενόμιστο· I. 1. θεωρώ ή ακολουθώ ως έθιμο ή συνήθεια, τηρώ εθιμικά, σε Ηρόδ.· νομίζω γλῶσσαν, χρησιμοποιώ την κοινή γλώσσα, στον ίδ.· νομίζω οὔτεἀσπίδα οὔτε δόρυ, στον ίδ.Παθ., είμαι συνηθισμένος, βρίσκομαι σε κοινή χρήση, σε Αισχύλ.· σωφροσύνη νενόμιστο, ήταν η κοινή αντίληψη, ήταν η γνώμη «του συρμού», σε Αριστοφ.· απρόσ., ὡς νομίζεται, όπως είναι το έθιμο, όπως συνηθίζεται, σε Τραγ.· μτχ. νομιζόμενος, , -ον, εθιμικός, συνήθης, σε Θουκ.· τὰ νομιζόμενα, έθιμα, συνήθειες, Λατ. instituta, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰ νομισθέντα, σε Ευρ. 2. υιοθετώ έθιμο ή συνήθεια· Ἕλληνες ἀπ' Αἰγυπτίων ταῦτα νενομίκασι, σε Ηρόδ. 3. με δοτ., είμαι συνηθισμένος σε κάτι, συνηθίζω κάτι· νομίζουσιν Αἰγύπτιοι οὐδ' ἥρωσιν οὐδέν, δηλ. δεν έχουν τη συνήθεια να λατρεύουν τους ήρωες, στον ίδ.· απ' όπου, κάνω κοινή χρήση, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι· φωνῇ, σε Ηρόδ.· ἀγῶσι καὶ θυσίαις, σε Θουκ. 4. με απαρ., έχω ως έθιμο, έχω τη συνήθεια να κάνω κάτι, σε Ηρόδ.Παθ. απρόσ., γυμνοὺς εἰσιέναι νομίζεται, συνηθίζεται σ' αυτούς να εισέρχονται γυμνοί, σε Αριστοφ.· νενόμισται καλέεσθαι, έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, σε Ηρόδ. 5. Παθ., διοικούμαι και κυβερνώμαι σύμφωνα με παλαιούς νόμους και έθιμα, στον ίδ. II. 1. εκλαμβάνω, αναγνωρίζω, θεωρώ· τοὺς κακοὺς χρηστοὺς νομίζειν, σε Σοφ.· νομίσαι χρὴ ταῦτα μυστήρια, σε Αριστοφ.· θεὸν νομίζω τινά, θεωρώ ή πιστεύω σε κάποιον θεό, σε Πλάτ., Ξεν.· απ' όπου, νομίζειν τούτους (θεούς), τους θεωρώ ως θεούς, σε Ηρόδ.· οὓς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, δεν πιστεύει στους θεούς στους οποίους πιστεύει η πολιτεία, σε Ξεν., Πλάτ.· αλλά, νομίζειν θεοὺς εἶναι, πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί, σε Πλάτ.· θεοὺς νομίζειν οὐδαμοῦ, σε Αισχύλ.· ώστε, τα νομίζειν τοὺς θεούς και νομίζειν θεούς διαφέρουν, καθώς το ένα σημαίνει «πιστεύω σε συγκεκριμένους θεούς», ενώ το άλλο «πιστεύω στους θεούς γενικά», πρβλ. ἡγέομαι III. 2. Παθ., Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι, οι Έλληνες να θεωρούνται, να νομίζονται ως..., σε Ηρόδ. 2. εκτιμώ, υπολήπτομαι, σε Πίνδ.· Παθ., με εκτιμούν, σε Πλάτ. 3. με αιτ. πράγμ., κρίνω, θεωρώ, πιστεύω, φρονώ, στον ίδ. 4. με αιτ. και απαρ., εκτιμώ, κρίνω, θεωρώ, πιστεύω ότι..., σε Σοφ., Ξεν.· επίσης, όπως το δοκέω, με απαρ. μέλ., προσδοκώ, περιμένω ότι..., σε Σοφ. 5. Παθ., με γεν. κτητική· τοῦ θεῶν νομίζεται; τίνος θεού ιερό θεωρείται ότι είναι;, στον ίδ. 6. απόλ., νομίζοντα λέγειν, μιλώ με πλήρη βεβαιότητα, με ασφαλή πίστη, σε Πλάτ.
νομικός, , -όν (νόμοςI. 1. αυτός που βασίζεται στο νόμο, συμβατικός, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ. 2. σχετικός με τον νόμο, σε Κ.Δ., Πλούτ. II. μορφωμένος σε θέματα νόμων, νομικός, δικηγόρος, σε Κ.Δ.
νόμιμος, , -ον (νόμοςI. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με το έθιμο, τη συνήθεια ή τον νόμο, εθιμικός, θεσμοποιημένος, καθιερωμένος, θεμιτός, δίκαιος, σε Ευρ.· νόμιμόν (ἐστί) τινι ποιεῖν τι, σε Ξεν. II. 1. νόμιμα, τά, συνήθειες, έθιμα, σε Ηρόδ., Αττ. 2. ταφικές τελετές, Λατ. justa, σε Θουκ. II. επίρρ. -μως, σε Πλάτ.· συγκρ. -ώτερον, σε Ξεν.
νόμιοςΑ, , -ον, (νομεύς), λέγεται για βοσκούς, ποιμένες, νόμιος θεός, δηλ. ο Παν., σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τον Απόλλωνα, ως βοσκού του Άδμητου, σε Θεόκρ.
νόμιοςΒ, -ον =νόμιμος
νόμῐσις, (νομίζω), συνήθεια, παράδοση, έθιμο· ἡ ἀνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις, καθιερωμένη πίστη στη θεότητα, σε Θουκ.
νόμισμα, -ατος, τό (νομίζωI. οτιδήποτε καθιερώνεται από τη μακρά χρήση, συνήθεια, θεσμός, σε Τραγ., Αριστοφ. II. το ισχύον νόμισμα (χρηματική μονάδα) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.
νομιστέος, , -ον, ρημ. επίθ. του νομίζω, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, σε Πλάτ.
νομιστεύομαι, Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.
νομογρᾰφία, , γραπτή νομοθεσία, σε Στράβ.
νομο-γράφος, (γράφω1. αυτός που σχεδιάζει, που συντάσσει νόμους. 2. (νόμος II), μουσικοσυνθέτης, μελοποιός, σε Πλάτ.
νομο-δείκτης, -ου, , ερμηνευτής νόμων, σε Πλούτ.
νομο-δῐδάκτης, -ου, , = το επόμ., σε Πλούτ.
νομο-διδάσκᾰλος, , αυτός που διδάσκει τους νόμους, σε Κ.Δ.
νομοθεσία, , σύνταξη νόμων από την πολιτεία, νομοθεσία, σε Πλάτ.