Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [481 - 500]
νήφω, αόρ. αʹ ἔνηψα· I. δεν πίνω κρασί, παραμένω νηφάλιος, σώφρων, σε Θέογν., Πλάτ.· μτχ. νήφων ως επίθ., = νηφάλιος, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. μεταφ., είμαι εγκρατής, ψυχρός, απαθής, δίκαιος (λέγεται για συγγραφέα), είμαι σώφρων και προσεκτικός, σε Ξεν.
νήφων, -ονος, , , δοτ. πληθ. νήφοσι, σώφρων, εγκρατής, νηφάλιος, σε Θέογν., Σοφ.
νήχω (νέω Β)· Δωρ. νάχω· Επικ. παρατ. νῆχον, απαρ. νηχέμεναι· μέλ. νήξω· κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· επίσης, ως αποθ., νήχομαι, μτχ. νηχόμενος· μέλ. νήξομαι, μτχ. αορ. αʹ νηξάμενος, σε Ανθ.· Ενεργ., σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
νῆψις, (νήφω), σωφροσύνη, εγκράτεια, νηφαλιότητα, σε Στράβ.
νίγλᾰρος, , αυλός ή σφυρίχτρα που χρησιμοποιούσε ο κελευστής για να σημαίνει τον χρόνο στους κωπηλάτες, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
νίζω, Επικ. παρατ. νίζον (ο ενεστ. νίπτω, από τον οποίο σχηματίστηκαν οι υπόλοιποι χρόνοι, υπάρχει μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς)· μέλ. νίψω, αόρ. αʹ ἔνιψα, Επικ. νίψαΜέσ., μέλ. νίψομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ νίψατοΠαθ., παρακ. νένιμμαι· I. 1. πλένω τα χέρια ή τα πόδια κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.Μέσ., χεῖρας νίψασθαι, πλένω τα χέρια μου, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ομοίως, νίψασθαι, απόλ., πλένω τα χέρια μου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· χεῖρας νίψασθαι ἁλός, πλένω τα χέρια μου στη θάλασσα, στο ίδ. 2. γενικά, καθαρίζω, κάνω καθαριότητα, εξαγνίζω, σε Σοφ., Ευρ. II. ξεπλένω, αποπλένω· ἱδρῶ νίψεν ἀπὸ χρωτός, ξέπλυνε τον ιδρώτα από το δέρμα του, σε Ομήρ. Ιλ.· αἷμα νίζ' ὕδατι, στο ίδ.Μέσ., χρόα νίζετο ἅλμην, απέβαλε την αλμύρα από το δέρμα του αφού πλύθηκε με νερό ποταμίσιο, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., αἷμα νένιπτε, σε Ομήρ. Ιλ.· η λέξη συνήθως λέγεται για πρόσ. που πλένουν μέρος μόνο του σώματός τους, ενώ το λούομαι δηλώνει το πλύσιμο ολόκληρου του σώματος και το πλύνω το πλύσιμο των ρούχων.
νικαξῶ, Δωρ. μέλ. αντί νικήσω, του νικάω.
νῑκάτωρ, -ορος, , Δωρ. αντί νικήτωρ, νικητής, κατακτητής, σε Πλούτ.
νικαφορία, -φόρος, Δωρ. αντί νικηφ-.
νῑκάω (νίκη), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐνίκησα, παρακ. νενίκηκα· I. 1. απόλ., νικώ, υπερισχύω, υποτάσσω, είμαι νικητής σε μάχη ή σε αγώνες, σε Όμηρ. κ.λπ. ὁ νικήσας, ο νικητής, ὁ νικηθείς, ο νικημένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην, κέρδισα το πρώτο βραβείο (στην Ολυμπία), σε Θουκ.· νικᾶν ἐπὶ πᾶσι κριταῖς, νικώ κατά τη γνώμη όλων των κριτών, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., πάνταἐνίκα, νικούσε όλες τις φορές, σε Ομήρ. Ιλ.· παγκράτιον, σε Θουκ.· νικᾶν Ὀλύμπια, είμαι νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες, στον ίδ. κ.λπ.· 2. λέγεται για απόψεις, επικρατώ, ἐκ τῆς νικώσης (γνώμης), σύμφωνα με την επικρατούσα γνώμη, απόφαση της πλειονότητας, σε Ξεν.· απρόσ., ἐνίκα (ενν. ἡ γνώμη), αποφασίστηκε, Λατ. visum est· με απαρ., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν, κυριάρχησε η άποψη να μην εγκαταλείψουμε την πόλη, σε Ηρόδ.· ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι, ήταν γενική και κυρίαρχη η άποψη ότι λοιμός ήταν η αιτία, σε Θουκ. 3. ως νομικός όρος, νικῶ τὴν δίκην, κερδίζω την υπόθεση, σε Ευρ., Αριστοφ. II. 1. με αιτ. προσ., νικώ, επικρατώ, καταβάλλω, σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, το καλύτερο είναι να μη γεννηθεί, σε Σοφ.· νίκηςνικᾶν τινα, κερδίζω τη νίκη έναντι κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. 2. γενικά, λέγεται για πάθη κ.λπ., υπερνικώ, υπερισχύω, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με, με αναγκάζετε να σας παρέχω ηδονή παρά τη θέλησή μου, σε Σοφ.· με απαρ., μηδ' ἡ βία σε νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ας μην υπερισχύσει σε σένα η βία ώστε να σε αναγκάσει να μισείς, στον ίδ. 3. Παθ., νικᾶσθαί τινος, όπως το ἡττᾶσθαι, είμαι κατώτερος έναντι κάποιου, ενδίδω, υποτάσσομαι, υποχωρώ, σε Σοφ., Ευρ.· ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ, σε Αριστοφ.
νίκη, ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. του νίκημι.
νίκη[ῑ], , I. 1. νίκη, επικράτηση σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σε αθλητικούς αγώνες, σε Πίνδ. κ.λπ.· με γεν. υποκειμενική, νίκη φαίνεται Μενελάου, φανερά ανήκει στον Μενέλαο, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά και με γεν. αντικειμενική, νίκη ἀντιπάλων, νίκη, υπερκράτηση έναντι των αντιπάλων, σε Αριστοφ. 2. γενικά, κυριαρχία, υπερίσχυση, υπερτέρηση· νίκην διασῴζεσθαι, διαφυλάσσω τους καρπούς της νίκης, σε Ξεν. II. ως κύριο όνομα, ἡ Νίκη, η θεά της νίκης, σε Ησίοδ.
νῑκήεις, Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.
νίκημα[ῑ], -ατος, τό (νικάω), βραβείο νίκης, νίκη, σε Πολύβ.
νίκημι, Αιολ. αντί νικάω, σε Θεόκρ.· ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. νίκη, σε Πίνδ., Θεόκρ.
νῑκησέμεν, Επικ. απαρ. μέλ. του νικάω.
νῑκητέον, ρημ. επίθ. του νικάω, αυτό που πρέπει να νικηθεί, σε Ευρ.
νῑκητήριος, , -ον (νικάωI. αυτός που ανήκει στον νικητή ή στη νίκη· νικητήριον φίλημα, φιλί ως ανταμοιβή του νικητή, σε Ξεν. II. 1. ως ουσ., νικητήριον (ενν. ἆθλον), τό, έπαθλο νίκης, σε Αριστοφ., Ξεν.· κυρίως στον πληθ., σε Ευρ., Πλάτ. 2. νικητήρια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή για τη νίκη, σε Ξεν.
νῑκητικός, , -όν (νικάω), αυτός που είναι πιθανόν να νικήσει, που οδηγεί προς τη νίκη, σε Ξεν.· τὸ νικητικώτατον, ο επικρατέστερος τρόπος για να νικήσει κάποιος, σε Πλούτ.
νῑκηφορέω, μέλ. -ήσω, αποκομίζω ως έπαθλο· δάκρυα νικηφορεῖ, δεν κερδίζει τίποτε άλλο παρά μόνο δάκρυα, σε Ευρ.