Αποτελέσματα για: "Ν"
Βρέθηκαν 719 λήμματα [441 - 460]
-
νήπιος, -α (νη-, ἔπος), Ιων. -η, -ον, και -ος, -ον, I. αυτός που δεν μιλάει ακόμη, Λατ. infans, σε Όμηρ.· νήπια τέκνα, βρέφος νήπιον, σε Ευρ.· επίσης, νήπια, νεαρά ζώα, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., αυτός που σκέφτεται σαν παιδί, παιδιάστικος, ανόητος, άφρων, σε Όμηρ., Ησίοδ.· αυτός που δεν προνοεί, σε Όμηρ., Αισχύλ.
-
νηπιότης, -ητος, ἡ, παιδική, νηπιακή ηλικία, παιδαριώδης συμπεριφορά, παιδικότητα, σε Πλάτ.
-
νηπιό-φρων, -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.
-
νή-πλεκτος, -ον, αυτός που έχει τα μαλλιά του ξέπλεκα, ελεύθερα, σε Βίωνα.
-
νηποινεί ή -ί, Επίρρ., Λατ. impune, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, σε Πλάτ.
-
νή-ποινος, -ον (νη-, ποινή)· I. ατιμώρητος, ανεκδίκητος, σε Όμηρ.· ουδ. νήποινον ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ. II. φυτῶν νήποινος, όπως το ἄμοιρος, χωρίς μερίδιο σε οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Πίνδ.
-
νηπῠτιεύομαι, αποθ., φέρομαι σαν νήπιο, σε Ανθ.
-
νηπύτιος[ῠ], ὁ, ἡ, (νήπιος)· I. Επικ. υποκορ. του νήπιος, μικρό παιδί, νήπιο, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. II. ως επίθ., αυτός που φέρεται σαν παιδί, παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Ομήρ. Ιλ.
-
Νηρεύς, -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, ο Νηρέας, θαλάσσια θεότητα, γιος του Πόντου (Πόντος =θάλασσα), πατέρας των Νηρηΐδων, σε Ησίοδ.
-
Νηρηΐς ή Νηρεΐς, -ΐδος, ἡ, κόρη του Νηρέα, Νηρηίδα ή Νύμφη της θάλασσας· κυρίως στον πληθ., Νηρηΐδες, σε Όμηρ.· Νηρεΐδες, σε Ησίοδ.· Αττ. Νηρῇδες, σε Σοφ., Ευρ.
-
νήριθμος, -ον, = ἀνάριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Θεόκρ.
-
νήρῐτος, -ον, = νήριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον, σε Όμηρ.
-
νησαῖος, -α, Ιων. -η, -ον, αυτός που ανήκει σε νησί, νησιωτικός, σε Ευρ.
-
νήσαντο, Επικ. αντί ἐνήσαντο, γʹ πληθ. αορ. αʹ του νέω (= γνέθω).
-
νησιάζω, = νησίζω, σε Στράβ.
-
νησίδιον[σῐ], τό, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Θουκ.
-
νησίζω (νῆσος), είμαι νησί ή σχηματίζω νησί, σε Πολύβ.
-
νησίον, τό, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, σε Στράβ.
-
νῆσις, -εως, ἡ (νέω Γ), γνέσιμο, κλώσιμο, σε Πλάτ.
-
νησίς, -ῖδος, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Ηρόδ., Θουκ.