Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [301 - 320]
νεοσσιά, (νεοσσός), Ιων. -ιή, Αττ. νεοττιά, μεταγεν. νοσσιά, φωλιά για κλωσόπουλα, φωλιά, σε Ηρόδ., Αττ.
νεοσσίον, Αττ. νεοττίον, τό, υποκορ. του νεοσσός, νεοττός, κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, νέο πτηνό που μόλις έχει εκκολαφθεί, σε Αριστοφ.
νεοσσίς, Αττ. νεοττίς, -ίδος, μεταγεν. νοσσίς, , = το προηγ., λέγεται και για κορίτσι, σε Ανθ.
νεοσσο-κόμος, Αττ. νεοττ-, -ον, αυτός που ανατρέφει κοτοπουλάκια, σε Ανθ.
νεοσσός, (νέος), Αττ. νεοττός, 1. κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. 2. κάθε νεαρό ζώο, όπως ο νεαρός κροκόδειλος, σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά παιδιά, σε Αισχύλ., Ευρ.
νεοσσο-τροφέομαι, Αττ. νεοττ-, Παθ., ανατρέφομαι σαν να ήμουν στη φωλιά, λέγεται για παιδί, σε Αριστοφ.
νεοσσώς, Δωρ. αντί -ούς, αιτ. πληθ. του νεοσσός.
νεόστροφος, -ον (στρέφω), αυτός που συστράφηκε πρόσφατα· νευρή, σε Ομήρ. Ιλ.
νεο-σφᾰγής, -ές (σφάζω), αυτός που μόλις σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.
νεο-τελής, -ές (τέλος), αυτός που τελείωσε πρόσφατα· νεομυημένος, σε Πλάτ.
νεό-τευκτος, -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, μόλις κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
νεο-τευχής, -ές (τεύχω), όπως το νεότευκτος, πρόσφατα κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
νεότης, Δωρ. —τας,-ητος, (νέοςI. 1. νεανικότητα, νεότητα, Λατ. juventa, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ. 2. νεανικό θάρρος, ορμή, σε Ηρόδ.· με αρνητική σημασία, θρασύτητα, αυθάδεια, σε Πλάτ. κ.λπ. II. ως περιληπτικό, όπως το νεολαία, το σύνολο των νέων, νέοι που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία, Λατ. juventus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
νεό-τμητος, Δωρ. -τμᾶτος, -ον, φρεσκοκομμένος, αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που μόλις αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε πριν λίγο, σε Θεόκρ.
νεό-τοκος, -ον (τίκτω), Ενεργ., αυτός που γέννησε πριν λίγο, σε Ευρ.
νεό-τομος, -ον (τέμνωI. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ. II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.
νεό-τροφος, -ον (τρέφω), = νεοτρεφής, σε Αισχύλ.
νεοττεύω, νεοττιά, νεόττιον, νεοττίς, νεοττός, νεοττοτροφέομαι, βλ. νεοσσ-.
νεουργέω, κατασκευάζω κάτι εκ νέου, ανακατασκευάζω, ανακαινίζω κάτι, σε Ανθ.
νε-ουργής, -ές, = ἡ νεουργία, σε Πλούτ.