Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [281 - 300]
νεό-πλῠτος, -ον (πλύνω), φρεσκοπλυμένος, σε Ομήρ. Οδ.
νεό-ποκος, -ον, φρεσκοκουρεμένος, σε Σοφ.
νεο-πρεπής, -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε νέους, νεανικός· επίσης, ελευθέριος, σε Πλούτ.
νεό-πριστος, -ον (πρίω), αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.
Νεο-πτόλεμος, , επώνυμο του Πύρρου, γιου του Αχιλλέα, Νέος Πολεμιστής, επειδή έφτασε αργά στην Τροία, σε Σοφ., Ευρ.
νεόπτολις, , ποιητ. αντί νεόπολις = νεάπολις, πόλη πρόσφατα ιδρυμένη, κτισμένη, σε Αισχύλ.
νεόρ-ραντος, -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.
νεόρ-ρῠτος, -ον (ῥέω), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.
νεόρ-ρῡτος, -ον (ῥύω), αυτός που μόλις τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για ξίφος, σε Αισχύλ.
νέ-ορτος, -ον (ὄρνυμι), αυτός που μόλις εμφανίστηκε, νέος, πρόσφατος, λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
νέος, νέα, Ιων. νέη, νέον, Αττ. επίσης -ος, -ον, Ιων. νεῖος· I. 1. νέος, νεαρός, σε Όμηρ.· ή μόνο του, νέοι, νεολαία, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. με άρθρο, ὁ νέος, οἱ νέοι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ νέον = ἡ νεότης, σε Σοφ.· ἐκ νέου, από νεαρή ηλικία, από την εποχή της νιότης, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, σε Αριστ. 2. αυτός που αρμόζει σε νέο, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. λέγεται για πράγμ., καινούριος, φρέσκος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. λέγεται για γεγονότα, νέος, απροσδόκητος, παράδοξος· τί νέον;, σε Αισχύλ.· μῶν τί βουλεύῃ νέον; σε Σοφ. III. το ουδ. νέον ως επίρρ., λέγεται για χρόνο, προσφάτως, εσχάτως, μόλις, μόλις τώρα, προ ολίγου, σε Όμηρ., Αττ.· επίσης με άρθρο, καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον, σε Ηρόδ.· συγκρ. επίρρ. νεωτέρως, σε Πλάτ.· υπερθ. νεώτατα, πολύ πρόσφατα, σε Θουκ.· επίσης, ἐκ νέας, Ιων. ἐκ νέης, εκ νέου, πάλι, Λατ. denuo, σε Ηρόδ. IV. για τα νεώτερος, νεώτατος, βλ. νεώτερος· οι αρχικοί συγκρ. και υπερθ. εντοπίζονται στους ποιητικούς τύπους νεαρός, νέατος.
νεός, Ιων. γεν. του ναῦς.
νεο-σίγᾰλος[ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.
νεο-σκύλευτος[ῡ], -ον, αυτός που μόλις σκυλεύτηκε, πάρθηκε ως λάφυρο, σε Ανθ.
νεό-σμηκτος, -ον (σμήχω), φρεσκοκαθαρισμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
νεο-σμίλευτος, -ον, αυτός που έχει πρόσφατα σμιλευτεί, σε Ανθ.
νεο-σπᾰδής, -ές (σπάω), αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.
νεο-σπάς, -άδος, , , αυτός που μόλις ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.
νεό-σπορος, -ον (σπείρω), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.
νεοσσεύω (νεοσσός), Αττ. νεοττεύω, μέλ. -σω, 1. κλώθω, επωάζω, σε Αριστοφ. 2. χτίζω φωλιά — Παθ., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, όσα είχαν χτισμένες τις φωλιές τους, σε Ηρόδ.