Αποτελέσματα για: "Ν"
Βρέθηκαν 719 λήμματα [221 - 240]
-
νεμεσσηθῶμεν, Επικ. αντί νεμεσηθῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. Παθ. αορ. αʹ του νεμεσάω.
-
νεμέτωρ, -ορος, ὁ (νέμω), αυτός που απονέμει τα δίκαια, εκδικητής, σε Αισχύλ.
-
νέμος, -εος, τό (νέμω Β), δασώδης τόπος βοσκής, μικρό λιβάδι μέσα σε δάσος, Λατ. nemus, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
-
νέμω, μέλ. νεμῶ, αόρ. αʹ ἔνειμα, Επικ. νεῖμα, παρακ. νενέμηκα — Μέσ., μέλ. νεμοῦμαι, Ιων. νεμέομαι, αόρ. αʹ ἐνειμάμην — Παθ., μέλ. νεμηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐνεμήθην, παρακ. νενέμημαι.
Α. I. διανέμω, μοιράζω, διαμοιράζω, λέγεται για φαγητό και ποτό, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται επίσης για θεούς, νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν, σε Ομήρ. Οδ.· μοῖραν νέμω τινί, δείχνω σε κάποιον τον οφειλόμενο σεβασμό, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, απονέμεται ελεύθερα σ' αυτούς, σε Ηρόδ.· κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, λέγεται για διανεμημένες μερίδες κρέατος, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, και επομένως, έχω σαν μερίδιό μου, κατέχω, απολαμβάνω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. διαμένω, κατοικώ, στον ίδ.· απόλ., διαμένω, σε Ηρόδ. 3. ξοδεύω, διέρχομαι, περνώ (λέγεται για τον χρόνο), αἰῶνα, ἡμέραν, σε Πίνδ. III. 1. Ενεργ. με σημασία όπως στη Μέσ., κρατώ, κατέχω, έχω· γῆν, χώραν, πόλιν, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για τόπους, κατοικούμαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για χώρα, συντηρούμαι, οικούμαι, σε Θουκ. 2. έχω τη διακυβέρνηση, διοικώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· νέμω οἴακα, κρατώ τιμόνι, κυβερνώ, διευθύνω, σε Αισχύλ.· νέμω ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζω τη δύναμή μου στα σκήπτρα, στον ίδ.· νέμωγλῶσσαν, χρησιμοποιώ τη γλώσσα, στον ίδ. 3. όπως το νομίζω, θεωρώ, παραδέχομαι· σὲ νέμω θεόν, σε Σοφ.· προστάτην νέμειν τινά, διαλέγω κάποιον σαν προστάτη μου, σε Αριστ. Β. I. 1. λέγεται για βοσκούς, βόσκω, τρέφω κοπάδια, τα οδηγώ στη βοσκή, τα φροντίζω, Λατ. pascere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. κ.λπ.· μεταφ., νέμω χόλον, σε Σοφ. 2. Μέσ., λέγεται για κοπάδι, τρέφομαι, δηλ. πηγαίνω στη βοσκή, βόσκω, Λατ. pasci, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφομαι με κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους, τρώω, σε Σοφ.· λέγεται και για φωτιά, κατακαίω, κατατρώγω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για καρκινοειδή έλκη, εξαπλώνομαι· ἐνέμετο πρόσω, σε Ηρόδ. II. 1. με αιτ. τόπου, ὄρη νέμειν, βόσκω στους λόφους (το κοπάδι μου), σε Ξεν. — Παθ., (τὸ ὄρος) νέμεται βουσί, σε Ξεν. 2. μεταφ., πυρὶ νέμειν πόλιν, παραδίδω την πόλη στις φλόγες και την καταστρέφω, σε Ηρόδ. — Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, η γη κατατρώγεται από τη φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.
-
νένασμαι, I. Παθ. παρακ. του ναίω. II. επίσης, του νάσσω.
-
νενέαται, Ιων. αντί νένηνται, Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του νέω, σωρεύω.
-
νενέμηκα, παρακ. του νέμω.
-
νένηκα, παρακ. του νέω, κλώθω.
-
νένιπται, γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του νίζω.
-
νενόμισμαι, Παθ. παρακ. του νομίζω.
-
νένοφα, συν-νένοφα, βλ. συν-νέφεω.
-
νένωμαι, Ιων. και Δωρ. αντί νενόημαι, Παθ. παρακ. του νοέω.
-
νεο-άλωτος[ᾰ], -ον, = νεάλωτος, σε Ηρόδ.
-
νεο-αρδής, -ές (ἄρδω), αυτός που αρδεύτηκε, που ποτίστηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
νεό-γᾰμος, -ον, αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, νεαρός ή νεαρή σύζυγος, σε Ηρόδ.· νεόγαμος νύμφη, κόρη, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
νεο-γενής, -ές (γίγνομαι), νεογέννητος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
-
νεο-γῑλός, -ή, -όν, νεογέννητος, νεαρός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
-
νεογνός, -όν, συγκεκ. αντί νεόγονος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
-
νεό-γονος, -ον, = νεογενής, σε Ευρ.
-
νεό-γραπτος, -ον, = το επόμ., σε Θεόκρ.