Αποτελέσματα για: "Μ"
Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [921 - 940]
-
μετάλμενος, Επικ. μτχ. αορ. βʹ του μεθάλλομαι.
-
μετα-μαίομαι, αποθ., ακολουθώ στο κατόπι, κυνηγώ, σε Πίνδ.
-
μετα-μανθάνω, μέλ. -μαθήσομαι, 1. μαθαίνω κάτι διαφορετικό, μεταμανθάνω γλῶσσαν, αφήνω μια γλώσσα και αντ' αυτής μαθαίνω μία άλλη, σε Ηρόδ.· μεταμανθάνω ὕμνον, μαθαίνω μια νέα μελωδία, σε Αισχύλ. 2. μαθαίνω να ξεχνώ, ξεμαθαίνω, Λατ. dediscere, σε Αισχίν. 3. αμτβ., μαθαίνω καλύτερα, σε Αριστοφ.
-
μετ-ᾰμείβω, Δωρ. πεδ-, μέλ. -ψω, I. 1. μεταβάλλω, ἐσλθὸν πήματος, καλό για αρρώστια, σε Πίνδ. 2. τροποποιώ, ἐκ βοὸς μεταμεῖβε γυναῖκα, σε Μόσχ. 3. γᾶν τέκνοις μεταμείβω, κληροδοτώ τη γη στα παιδιά μου, σε Ευρ. II. 1. Μέσ., μεταβάλλω την κατάστασή μου, δραπετεύω, σε Πίνδ.· μεταμειβόμενοι, διαδοχικώς, στον ίδ. 2. με αιτ., μεταμείβω τί τινι, αλλάζω κάτι για κάτι άλλο, σε Ευρ.
-
μετα-μέλει (μέλω), παρατ. μετ-έμελε, μέλ. -μελήσει, αόρ. αʹ μετεμέλησε· I. απρόσ., με πιάνει μεταμέλεια, μου έρχονται τύψεις, Λατ. poenitet me, Σύνταξη: 1. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., μεταμέλει σοι τῆς δωρεᾶς, σε Ξεν. 2. συχνότερα, αυτό για το οποίο μετανιώνει κάποιος δηλώνεται με μτχ. που συμφωνεί μορφολογικά με τη δοτ., μεταμέλει μοι οὕτως ἀπολογησαμένῳ, μετανοώ για το ότι τόσο έντονα έχω υπερασπιστεί τον εαυτό μου, σε Πλάτ. 3. απόλ., μεταμέλει μοι, μετανοώ, σε Αριστοφ.· ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, υιοθετήσατε μια στάση όταν οι δυνάμεις σας ήταν ακέραιες, και μετανιώσατε όταν βρεθήκατε σε δυσκολία, σε Θουκ. 4. το ουδ. της μτχ. μεταμέλον, αμτβ., αφ' ότου του συνέβη να μετανοιώσει, σε Πλάτ. II. σπανίως με ονομ., προκαλώ μετάνοια ή λύπη, τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον (αντί τοῦ εἰρημένου), σε Ηρόδ.· οἶμαί σοι ταῦτα μεταμελήσει (αντί τούτων), σε Αριστοφ.
-
μεταμέλεια, ἡ, αλλαγή μιας επιδίωξης, μεταμέλεια, μετάνοια, σε Θουκ.· μεταμέλεια ἔχει με = μεταμέλει μοι, σε Ξεν.
-
μεταμελητικός, -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.
-
μετα-μέλομαι (μεταμέλει), μέλ. -μελήσομαι, αόρ. αʹ -εμελήθην· I. αποθ., αισθάνομαι μεταμέλεια, μετανιώνω, έχω τύψεις, με μτχ., μεταμέλοντο οὐ δεξάμενοι, μετάνιωσαν που δεν είχαν δεχτεί, σε Θουκ.· αμτβ., αλλάζω επιδίωξη ή διεύθυνση, κατεύθυνση, σε Ξεν. II. ως μτβ. ενεργείας στη μτχ. μέλ., τὸ μεταμελησόμενον, αυτό που πρόκειται να προκαλέσει τύψεις, ζήτημα για μελλοντική μετάνοια, στον ίδ.
-
μετάμελος, ὁ, μετάνοια, μεταμέλεια, σε Θουκ.
-
μεταμέλπομαι, αποθ., τραγουδώ ή χορεύω ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.
-
μεταμέλω, βλ. μεταμέλει.
-
μετα-μίγνυμι, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω μεταξύ, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.
-
μετα-μίσγω, = μεταμίγνυμι, σε Ομήρ. Οδ.
-
μετα-μορφόω, μέλ. -ώσω, αλλάζω μορφή σε κάτι· Παθ., υφίσταμαι μετατροπή, σε Κ.Δ.
-
μεταμόρφωσις, ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.
-
μετ-αμπέχομαι ή -ίσχομαι, αόρ. βʹ -ημπισχόμην· Μέσ., φορώ ένα διαφορετικό ένδυμα, μεταμπέχομαι δουλείαν, βάζω το νέο φόρεμα της σκλαβιάς, σε Πλάτ.
-
μετ-αμφιάζω και -έζω, μελ. -άσω, αλλάζω το ένδυμα κάποιου άλλου, αφαιρώ το ένδυμα του, τινα, σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., αλλάζω, τι εἴς τι, σε Ανθ.· ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω αὐτόν; ποιον άνθρωπο υπέθεσες μετά απ' αυτόν; σε Λουκ.
-
μετ-ᾰμώνιος, -ον (ἄνεμος),· I. ο γεννημένος από τον άνεμο, τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνιοι θεῖεν, μακάρι οι θεοί να σκόρπιζαν όλα αυτά στους ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος, σε Αριστοφ. II. άχρηστος, μάταιος, άσκοπος, μεταμώνια νήματα, μάταια υφασμένοι ιστοί, σε Ομήρ. Οδ.· μεταμώνια βάζειν, μιλώ άσκοπα, στον ίδ.
-
μετ-αναγιγνώσκομαι, Παθ., μετανιώνω για κάτι, με γεν., σε Σοφ.
-
μετα-ναιετάω, συγκατοικώ, τινί, σε Ομηρ. Ύμν.