Αποτελέσματα για: "Μ"
Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [841 - 860]
-
μετα-βάς, μτχ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
-
μετάβᾰσις, ἡ, (μεταβαίνω),· I. αλλαγή θέσης, μετανάστευση, σε Πλούτ. II. αλλαγή, επανάσταση έναντι των κυβερνώντων, σε Πλάτ. III. μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο, σε Λουκ.
-
μετα-βέβηκα, παρακ. του μεταβαίνω.
-
μετά-βηθι, προστ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
-
μετα-βήσομαι, μελ. του μεταβαίνω.
-
μεταβῐβάζω, Αττ. μέλ. -βιβῶ, μτβ. του μεταβαίνω· 1. περνώ από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, οδηγώ σε διαφορετική θέση ή κατάσταση, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. οδηγώ σε διαφορετική κατεύθυνση, σε Πλάτ.
-
μεταβλητέον, ρημ. επίθ. του μεταβάλλω· I. κάτι που πρέπει να αλλάξει, μτβ., τινὰ εἴς τι, σε Πλάτ. II. αμτβ., στον ίδ.
-
μεταβλητικός, -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται σε συναλλαγή, με το μέσο του εμπορίου, σε Αριστ.· ἡ μεταβλητική (ενν. τέχνη), συναλλαγή, εμπόριο, σε Πλάτ.
-
μεταβολή, ἡ (μεταβάλλω), I. 1. αλλαγή, διαδικασία αλλαγής, σε Πίνδ. 2. συναλλαγή, εμπόριο, δοσοληψία, σε Θουκ. II. (από το Μέσ.), μετάβαση, αλλαγή, και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., αλλάζω από μία κατάσταση, μεταβολὴ κακῶν, σε Ευρ.· σπανίως, μεταβολή σε..., μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., ἅμα τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η μεταστροφή τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ ἐναντία μεταβολή, αλλαγή προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Θουκ. 2. μεταβολὴ τῆς ἡμέρας, έκλειψη, σε Ηρόδ. 3. μεταβολὴ πολιτείας, αλλαγή διακυβέρνησης, επανάσταση, σε Θουκ. 4. ως στρατιωτικός όρος, στασιάζω, σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν.
-
μετα-βουλεύω, μέλ. -σω, τροποποιώ τα σχέδιά μου, αλλάζω τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. μεταβουλεύομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταβουλεύω στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει γνώμη και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
-
μετά-βουλος, -ον (βουλή), αυτός που μεταβάλλει τις απόψεις του, που αρέσκεται σε αλλαγές, σε Αριστοφ.
-
μετα-βῶ, υποτ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
-
μετ-άγγελος, -ου, ὁ και ἡ, αγγελιοφόρος μεταξύ δύο πλευρών, Λατ. internuncius, -cia, λέγεται για την Ίριδα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
Μετα-γειτνιών, -ῶνος, ὁ (γείτων), ο δεύτερος μήνας του Αθηναϊκού έτους, μεταξύ του τελευταίου μισού του Αυγούστου και του πρώτου μισού του Σεπτεμβρίου· ονομάστηκε έτσι επειδή τότε οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν και άλλαζαν γείτονες.
-
μετα-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ μετέγνων· 1. αλλάζω απόψεις, μετανοιώνω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με αιτ. πράγμ., αλλάζω απόψεις σχετικά με ένα ζήτημα, μετανιώνω για κάτι, μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα, σε Ευρ.· μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω ή ανακαλώ μια προηγούμενη απόφαση, σε Θουκ. 3. με απαρ., μεταβάλλω τη γνώμη μου ώστε να πράξω κάτι διαφορετικό, στον ίδ.· μεταγιγνώσκω ὡς..., αλλάζω την άποψή μου και σκέφτομαι ότι..., σε Ξεν.
-
μετά-γνοια, ἡ, = μετάνοια, μεταμέλεια, τύψη, σε Σοφ.
-
μετά-γνωσις, ἡ, αλλαγή άποψης ή στόχου, σε Ηρόδ., Δημ.
-
μετα-γράφω[ᾰ], 1. μέλ. -ψω, γράφω με διαφορετικό τρόπο, τροποποιώ ή διορθώνω κάτι που έχει γράψει κάποιος, σε Ευρ., Θουκ.· σε μια δίκη, αλλάζω τις καταγεγραμμένες σημειώσεις, σε Δημ. 2. μεταφράζω, σε Λουκ. — Μέσ., τὰς ἐπιστολὰς μεταγραψάμενοι, τις έχουν μεταφράσει, σε Θουκ. 3. αντιγράφω, σε Λουκ.
-
μετ-άγω[ᾰ], μέλ. -άξω, I. μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην, σε Ανθ. II. αμτβ., πηγαίνω από διαφορετικό δρόμο, αλλάζω τη διαδρομή μου, σε Ξεν.
-
μετα-δαίνυμι, μέλ. -δαίσομαι, αποθ., μοιράζομαι το φαγοπότι με κάποιον άλλο, με δοτ., σε Όμηρ.· μοιράζομαι ένα πράγμα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.