Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [81 - 100]
μᾰκαρτός, , -όν, = μακαριστός, σε Ανθ.
μᾰκεδνός, , -όν, = μηκεδανός, μακρός, ψηλός, λαμπάδα, σε Ομήρ. Οδ.
Μᾰκεδονίζω, I. είμαι με το μέρος των Μακεδόνων, σε Πλούτ. II. μιλώ τη μακεδονική διάλεκτο, στον ίδ.· απ' όπου, Μᾰκεδονιστί, στη μακεδονική διάλεκτο, στον ίδ.
Μᾰκεδών, -όνος, , , Μακεδόνας, οἱ Μακεδόνες, το φύλο των Μακεδόνων, σε Ηρόδ.· επίθ., Μακεδόνιος, , -ον, και -ονικός, , -όν, στον ίδ. κ.λπ.· Μακεδονία, αυτή που προέρχεται από τη Μακεδονία, στον ίδ.· ομοίως, Μακεδονὶς γῆ, στον ίδ.· γῆ Μακεδών, σε Ανθ.
μᾰκέλη, , το επόμ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.
μά-κελλα[μᾰ], -ης, (μία, κέλλω, όπως δί-κελλα από δίς, κέλλω), τσεκούρι με μια αιχμή, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
μάκελλον, τό, κρεοπωλείο, σφαγείο, σε Κ.Δ.
Μᾰκέτης, -ου, , = Μακεδών, θηλ. Μᾰκέτις, -ιδος, σε Ανθ.
μᾱκιστήρ, -ῆρος, , μακροσκελής και ανιαρός, σε Αισχύλ.
μάκιστος, Δωρ. αντί μήκιστος.
μακκοάω, μέλ. -άσω [ᾱ], είμαι ηλίθιος, σε Αριστοφ.· μτχ. παρακ. μεμακκοηκώς, μένοντας αδρανής, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
μᾶκος, τό, Δωρ. αντί μῆκος, αιτ. μᾶκος· ως επίρρ. ισοδύν. με μακράν, σε Πίνδ.
μακρά (ενν. γραμμή), βλ. τιμάω III.
μακρ-αίων, -ωνος, , (μακρός),· 1. μακροχρόνιος, σε Σοφ. 2. λέγεται για ανθρώπους, μακρόβιος, ηλικιωμένος, στον ίδ.· οἱ μακραίωνες, οι αθάνατοι, στον ίδ.
μακράν, Ιων. μακρήν, αιτ. θηλ. του μακρός χρησιμ. ως επίρρ., I. 1. μακριά, σε μεγάλη απόσταση, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τοὖργον οὐ μακρὰν λέγεις, το ζήτημα που αναφέρεις δεν απέχει πολύ να το ερευνήσουμε, σε Σοφ.· με γεν., μακριά από, σε Ευρ.· συγκρ. μακροτέραν, σε μεγαλύτερη απόσταση, σε Θουκ., Ξεν.· υπερθ. ὅτιμακροτάτην, όσο το δυνατόν πιο μακριά· με γεν. τοπική (loci), σε Ξεν. 2. μακρὰν λέγειν, μακρολογία, σε Αισχύλ., Σοφ. II. λέγεται για χρόνο, εκτενής, μακρὰν ζῆν, ἀναμένειν, σε Σοφ.· οὐ μακράν, Λατ. brevi, σε Ευρ.· ομοίως, οὐκ ἐς μακρήν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
μακρ-αύχην, , , μακρολαίμης, μακρός, σε Ευρ.
μακρηγορέω, μέλ. -ήσω, μιλώ πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
μακρηγορία, Δωρ. μακρᾱγ-, , πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.
μακρ-ήγορος, -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει πολλή ώρα.
μακρ-ημερία, Ιων. -ίη, (ἡμέρα), περίοδος του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν μεγάλη διάρκεια, σε Ηρόδ.