Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [741 - 760]
μεν-έγχης, -ες (ἔγχος), = μεναίχμης, σε Ανθ.
μενε-δήϊος, -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -δάϊος, σε Ανθ.
Μενέ-λαος, , κύριο όνομα, αυτός που στέκεται δίπλα στο λαό του, σε Όμηρ.· Αττ. Μενέλεως, γεν. -εω, στους Τραγ.· Δωρ. δοτ. Μενέλᾳ, σε Πίνδ., αιτ. Μενέλαν, σε Ευρ.
μενε-πτόλεμος, -ον, αυτός που επιμένει στη μάχη, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.
Μενεσθεύς, -έως, Ιων. -ῆος, , κύριο όνομα, ανθεκτικός, σε Ομήρ. Ιλ.
μενετέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν.
μενετός, , -όν (μένω), αυτός που έχει την τάση να περιμένει, καρτερικός, σε Αριστοφ.· οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, οι ευκαιρίες δεν θα περιμένουν, σε Θουκ.
μενε-φύλοπις[ῡ], -ιος, , , = μενεπτόλεμος, σε Ανθ.
μενε-χάρμης, -ου, (χάρμη), σταθερός στη μάχη, λέγεται για ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μενέχαρμος, -ον, στο ίδ.
μενο-εικής, -ές (εἰκός, ἔοικα), ταιριαστός στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, επαρκής, πλουσιοπάροχος, σύμφωνος με τις προτιμήσεις κάποιου, σε Όμηρ.· τάφος μονοεικής, πλουσιοπάροχη ταφική τελετουργία, σε Ομήρ. Ιλ.· μενοεικέα ὕλην, μεγάλη ποσότητα ξύλου, στο ίδ.
μενοινάω (μένος), Επικ. μενοινώω, Επικ. γʹ ενικ. μενοινάα· Επικ. παρατ. μενοίνεον, γʹ ενικ. μενοίνα· Επικ. αόρ. αʹ μενοίνησα, ευκτ. μενοινήσειε· επιθυμώ σφοδρά, κλίνω, είμαι έτοιμος για κάτι, με αιτ., σε Όμηρ.· επίσης, με απαρ., είμαι πρόθυμος να κάνω (κάτι), στον ίδ.· αμτβ., ὧδε μενοινῶν, τόσο πρόθυμα, σε Ομήρ. Ιλ.· μενοινῶ τί τινι, σχεδιάζω ή έχω σκοπό κάτι εναντίον κάποιου, κακὰ Τρώεσσι μενοίνα, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. πράγμ., αγωνίζομαι για κάτι, σε Θέογν.
μενοινή, , σφοδρή επιθυμία, σε Ανθ.
μένος, -εος, τό (*μάω),· 1. ισχύς, δύναμη, σθένος, ανδρεία, θάρρος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. σθένος, ενδεικτικό της ζωής, η ζωή η ίδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ζωτική δύναμη, σε Σοφ. 3. οργή, πάθος (εμπάθεια), μένοςἔλαβε θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· μένεος φρένες πίμπλαντο, στο ίδ.· μένεα πνείοντες, στο ίδ.· μένει (στη δοτ.), βίαια, λυσσαλέα, σε Αισχύλ. 4. κλίση, πρόθεση, ο σκοπός καθενός, Τρώων μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, τα σχέδια των Τρώων είναι πάντοτε ανόητα, σε Ομήρ. Ιλ. II. το μένος χρησιμ. επίσης σε περιφράσεις, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, δηλ. ο ίδιος ο Αλκίνοος, σε Ομήρ. Οδ.· μένοςἈτρείδαο, Ἕκτορος, κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.
μὲνοὖν, μένῥα, μέντοι, βλ. μέν II.
μεντἄν, κράση του μέντοι ἄν.
Μεντορ-ουργής, -ές, αυτός που φτιάχτηκε από τον Μέντορα, σε Λουκ.
μένω, Ιων. παρατ. μένεσκον, Ιων. μέλ. μενέω, Αττ. μενῶ, αόρ. αʹ ἔμεινα, παρακ. μεμένηκα· Λατ. maneo· I. 1. μένω, είμαι σταθερός, αντέχω στη μάχη, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μένω κατὰ χώραν, λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ. 2. παραμένω στο σπίτι μου, παραμένω εκεί που βρίσκομαι κάποιος, δεν σαλεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· μένω εἴσω δόμων, σε Αισχύλ.· κατ' οἶκον, σε Ευρ. κ.λπ.· αλλά, μένω ἀπό τινος, μένω (στέκομαι) μακριά από κάποιον, από κάτι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. παραμένω, αναμένω, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. λέγεται για πράγματα, είμαι μεγάλης διάρκειας, παραμένω, διαρκώ, μένω σταθερός, στήλη μένει ἔμπεδον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 5. λέγεται για κατάσταση, παραμένω όπως ήμουν, λέγεται για ανύπαντρη κοπέλα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἢν μείνωσιν ὅρκοι, εάν οι όρκοι τηρηθούν, σε Ευρ.· μένω ἐπὶ τούτων, παραμένω ικανοποιημένος με..., σε Δημ. 6. είμαι σταθερός σε μια άποψη, πεποίθηση, κ.λπ.· ἐπὶτῷ ἀληθεῖ, σε Πλάτ. 7. απρόσ. με απαρ., μένει σε κάποιον να κάνει (κάτι), ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει, σε Ευρ. II. μτβ., αναμένω, προσδοκώ, προσμένω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, όπως το Λατ. manere hostem, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, επίσης, με αιτ. και απαρ., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; περιμένετε πράγματι τους Τρώες να έλθουν κοντά; σε Ομήρ. Ιλ.· μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περίμεναν να έρθει το απόγευμα, σε Ομήρ. Οδ.· μένωδ' ἀκοῦσαι, περιμένω, δηλ. επιθυμώ να ακούσω, σε Αισχύλ.
Μεριδ-άρπαξ, , αυτός που κλέβει ένα κομμάτι, ένας ποντικός σε Βατραχομ.
μερίζω (μερίς), Δωρ. -ίσδω, Αττ. μέλ. -ιῶΠαθ., αόρ. αʹ ἐμερίσθην, παρακ. μεμέρισμαι· I. χωρίζω, διανέμω, σε Πλάτ. κ.λπ. II. Μέσ., μερίζεσθαί τι, μοιράζονται (κάτι) μεταξύ τους, σε Θεόκρ., Δημ.· με γεν. πράγμ., συμμετέχω σε κάτι, σε Αριστ. III. 1. Παθ., μοιράζομαι, σε Ξεν. 2. υπολογίζομαι ως μέρος, σε Δημ.
μέριμνα, , I. φροντίδα, έγνοια, ιδίως έγνοια που συνοδεύεται από ανησυχία, προστατευτικότητα, σε Ησίοδ., Τραγ.· μέριμνά τινος, φροντίδα για κάποιον, για κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· πληθ., φροντίδες, έγνοιες, σε Αισχύλ., Αριστοφ. II. σκέψη, περισυλλογή, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).