Αποτελέσματα για: "Μ"
Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [661 - 680]
-
μελί-χροος, -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), το προηγ., σε Ανθ.
-
μελιχρός, -ά, -όν (μέλι), γλυκός σαν μέλι, σε Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για τον Σοφοκλή, σε Ανθ.· συγκρ. επίρρ. μελιχρότερον, στον ίδ.
-
μελιχρ-ώδης, -ες (εἶδος) ὁ, ἡ, κίτρινος όπως το μέλι, σε Ανθ.
-
μελί-χρως, -ωτος, ὁ, ἡ, = μελίχροος, σε Ανθ.
-
μελλ-είρην, ὁ, Σπαρτιάτης έφηβος πριν την ηλικία των είκοσι ετών, σε Πλούτ.
-
μέλλημα, -ατος, τό (μέλλω), καθυστέρηση, σε Ευρ., Αισχίν.
-
μελλησέμεν, Επικ. αντί μελλήσειν, απαρ. μέλ. του μέλλω.
-
μέλλησις, ἡ (μέλλω)· I. αυτό που καθυστερεί να επέλθει, το επαπειλούμενο (με εχθρική έννοια), σε Θουκ. II. 1. πρόθεση να γίνει κάτι, που όμως δεν υλοποιήθηκε, αναβολή, καθυστέρηση, στον ίδ.· διὰ βραχείας μελλήσεως, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στον ίδ. 2. με γεν. πράγμ., αναβολή, καθυστέρηση στην εκτέλεση κάποιας πράξης, σε Θουκ.
-
μελλητέον, ρημ. επίθ. του μέλλω, κάτι που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.
-
μελλητής, -οῦ, ὁ (μέλλω), αυτός που χρονοτριβεί, οκνηρός, σε Θουκ., Αριστ.
-
μελλό-γᾰμος, -ον, αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα, σε Σοφ., Θεόκρ.
-
μελλο-νῑκιάω, αναβάλλω την κατάκτηση, την νίκη· λογοπαίγνιο με το όνομα Νικίας, το όνομα του Αθηναίου στρατηγού, σε Αριστοφ.
-
μελλό-νυμφος, -ον (νύμφη), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται σύντομα να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. nubilis, σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ μελλόνυμφος, ὁ μελλόνυμφος (ενν. χόρος) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί αἱ μελλόνυμφοι, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε ηλικία γάμου.
-
μέλλω· παρατ. ἔμελλον ή ἤμελλον, Επικ. μέλλον, Ιων. μέλλεσκον, μέλ. μελλήσω, αόρ. αʹ ἐμέλλησα — Παθ., βλ. κατωτ. III. I. 1. σκέφτομαι να πράξω κάτι, προτίθεμαι να κάνω, ετοιμάζομαι για μια πράξη, με απαρ., κυρίως απαρ. μέλ., τάχ' ἔμελλε δώσειν, ήταν μόλις έτοιμος να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον, σκέφτεσαι να μου αποστερήσεις το έπαθλο, στο ίδ.· συχνά με το οὐκ ἄρα, όπως, οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν; δεν σκέφτηκες ότι έπρεπε να σταματήσεις; δεν μπορούσες να σταματήσεις; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· είμαι έτοιμος να κάνω κάτι (καταναγκαστικά), είναι πεπρωμένο να κάνω ή να γίνει κάτι, τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, αυτό που δεν ήταν γραφτό να κατορθωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεν οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι, το σπίτι ήταν προορισμένο να έχει πλούτο, σε Ομήρ. Οδ.· εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν, εάν ήμαστε σε θέση να αναφέρουμε, σε Πλάτ. 2. εκφράζω μια βεβαιότητα, μέλλω ἀπέχεσθαι Διί, είναι βέβαιο ότι ο Δίας με μισεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, σίγουρα έχω διαπράξει αμάρτημα έναντι των αθανάτων, σε Ομήρ. Οδ. 3. τονίζω μια πιθανότητα, όταν ενδέχεται να πραγματοποιηθεί, είναι πιθανό να κάνω ή να γίνει κάτι, που εκφράζεται εναλλακτικά με επίρρ.· τὰδὲ μέλλετ' ἀκουέμεν, είναι πιθανόν να το έχεις ακούσει, σε Ομήρ. Οδ.· μέλλεις ἴδμεναι, πιθανόν εσύ να το γνώρισες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμέλλετ' ἆρα πάντες ἀνασείειν βοήν, επιπλέον, δεν είναι πιθανόν όλοι εσείς να υψώσετε (δηλ. θεωρούσα ότι θα υψώσετε) βοή, θα ψηφίσετε δια βοής υποταγή, σε Αριστοφ. II. 1. τονίζω μια απλή πρόθεση για κάτι, έχω πάντοτε την πρόθεση να κάνω κάτι χωρίς ποτέ να το κάνω, και έτσι καθυστερώ, αναβάλλω, διστάζω, έχω ενδοιασμούς, κυρίως με απαρ. ενεστ., τί μέλλομεν χωρεῖν; σε Σοφ.· συχνά ακολουθ. από το μὴ οὐ ή μή, τί μέλλομεν μὴ πράσσειν; σε Ευρ. 2. το μέλλω συχνά υφίσταται χωρίς το απαρ., τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; (απάντ.): τί δ' οὐ μέλλω; γιατί δεν θά 'πρεπε να τον έχω δει; δηλ. να είσαι σίγουρος ότι τον έχω δει, σε Ξεν.· οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε (ενν. παθεῖν), σε Θουκ.· ομοίως, όταν ἀπό το μέλλω φαίνεται να εξαρτάται μια αιτ., ένα απαρ. παραλείπεται, τὸ μέλλειν ἀγαθά (ενν. πράσσειν), προσδοκία για καλά πράγματα, γεγονότα, σε Ευρ. 3. η μτχ. μέλλων χωρίς απαρ. (όπου το εἶναι ή το γίγνεσθαι είναι δυνατόν να συμπληρωθούν), ὁ μέλλων χρόνος, ὁ μελλοντικός χρόνος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· ιδίως στο ουδ., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα, πράγματα, γεγονότα που πρόκειται να έρθουν, συμβάν, ζήτημα, το μέλλον, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως ως Μέσ., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, οι ισχυρότερες εκκλήσεις σας είναι μελλοντικές ελπίδες, σε Θουκ. III. το μέλλομαι ως Παθ., ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα, ότι τα αναγκαία βήματα δεν πρέπει να καθυστερήσουν, σε Ξεν.· ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται, ενώ αυτές οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, σε Δημ.
-
μελλώ, -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί μέλλησις, σε Αισχύλ.
-
μελογρᾰφία, ἡ, σύνθεση τραγουδιών, σε Ανθ.
-
μελο-γράφος, -ον (μέλος II), συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.
-
μελοποιέω, μέλ. -ήσω, συνθέτω λυρικά ποιήματα, σε Αριστοφ.
-
μελοποιητής, -οῦ, ὁ, = μελοποιός, σε Ανθ.
-
μελοποιία, ἡ, σύνθεση λυρικών ποιημάτων ή μουσικής· η θεωρία της μουσικής, σε αντίθ. προς την εκτέλεσή της, σε Πλάτ.