Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [401 - 420]
μεγᾰλό-στονος, -ον, πολύ αξιοθρήνητος, ο πλέον άξιος οίκτου, σε Αισχύλ.
μεγᾰλο-σχήμων, -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.
μεγᾰλό-τολμος, -ον (τόλμα), πολύ τολμηρός, σε Λουκ.
μεγᾰλ-ουργής, -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-.
μεγᾰλοφρονέω, έχω ευγενές φρόνημα, μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ, έχω αυτοπεποίθηση, σε Ξεν.Μέσ., με αρνητική σημασία, είμαι αλαζόνας, σε Πλάτ.
μεγᾰλοφροσύνη, , 1. διανοητική δύναμη, σε Πλάτ.· ὑπὸ μεγαλοφροσύνης, με μεγαλοψυχία, σε Ηρόδ. 2. με αρνητική σημασία, αλαζονία, υπεροψία, στον ίδ.
μεγαλόφρων, -ονος, , (φρήν),· 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, ευγενής, γενναιόδωρος, σε Ξεν. 2. με αρνητική σημασία, αλαζόνας, υπερόπτης· επίρρ. -όνως, σε Πλάτ., Ξεν.
μεγᾰλοφωνία, , πομπώδης ομιλία, σε Λουκ.
μεγᾰλό-φωνος, -ον (φωνή), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.
μεγᾰλοψῡχία, , 1. μεγαλείο ψυχής, μεγαλοψυχία, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, αλαζονεία, σε Δημ. 2. λέγεται για πράγματα, μεγαλοπρέπεια, στον ίδ.
μεγᾰλο-ψῡχος, -ον (ψυχή), αυτός που διαθέτει ψυχικό μεγαλείο, μεγαλόψυχος, σε Δημ.· επίρρ. -χως, στον ίδ.
μεγᾰλύνω[ῡ] (μέγας),· I. μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον τρανό ή ισχυρό, εκθειάζω, ισχυροποιώ, σε Θουκ.· Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, κερδίζω μεγάλη δόξα από κάποιον, από κάτι..., σε Ξεν. II. 1. εκθειάζω, δοξάζω, εξυμνώ, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.Μέσ., περιαυτολογώ, καυχιέμαι, σε Αισχύλ., Ξεν. 2. δίνω μεγαλύτερες διαστάσεις σ' ένα έγκλημα, σε Θουκ.
μεγᾰλ-ώνῠμος, -ον (ὄνομα), αυτός που διαθέτει σπουδαίο όνομα, που του δίνει φήμη, σε Σοφ., Αριστοφ.
μεγάλως, επίρρ. του μέγας, βλ. μέγας Β.
μεγᾰλωστί[ῐ], I. Επικ. και Ιων. επίρρ. του μέγας, μακριά και πλατιά, σε μεγάλη έκταση, σε Όμηρ. II. 1. μεγάλως, σε Ηρόδ. 2. επίσης, μεγαλοπρεπῶς, στον ίδ.
μεγᾰλωσύνη, (μέγας), σπουδαιότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Κ.Δ.
μεγ-άνωρ[ᾱ], -ορος, , (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.
Μέγᾰρα, τά, Μέγαρα, η πόλη των Μεγάρων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέγαραδε, προς τα Μέγαρα, σε Αριστοφ.
Μεγᾰρεύς, -έως, , πολίτης των Μεγάρων, πληθ. Μεγαρεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Μεγᾰρίζω, μέλ. -ιῶ, παίρνω το μέρος των Μεγαρέων ή μιλώ τη διάλεκτό τους, σε Αριστοφ.