
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Μ"
- μεγᾰλό-στονος, -ον, πολύ αξιοθρήνητος, ο πλέον άξιος οίκτου, σε Αισχύλ.
- μεγᾰλο-σχήμων, -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.
- μεγᾰλό-τολμος, -ον (τόλμα), πολύ τολμηρός, σε Λουκ.
- μεγᾰλ-ουργής, -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-.
- μεγᾰλοφρονέω, έχω ευγενές φρόνημα, μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ, έχω αυτοπεποίθηση, σε Ξεν. — Μέσ., με αρνητική σημασία, είμαι αλαζόνας, σε Πλάτ.
- μεγᾰλοφροσύνη, ἡ, 1. διανοητική δύναμη, σε Πλάτ.· ὑπὸ μεγαλοφροσύνης, με μεγαλοψυχία, σε Ηρόδ. 2. με αρνητική σημασία, αλαζονία, υπεροψία, στον ίδ.
- μεγαλόφρων, -ονος, ὁ, ἡ (φρήν),· 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, ευγενής, γενναιόδωρος, σε Ξεν. 2. με αρνητική σημασία, αλαζόνας, υπερόπτης· επίρρ. -όνως, σε Πλάτ., Ξεν.
- μεγᾰλοφωνία, ἡ, πομπώδης ομιλία, σε Λουκ.
- μεγᾰλό-φωνος, -ον (φωνή), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.
- μεγᾰλοψῡχία, ἡ, 1. μεγαλείο ψυχής, μεγαλοψυχία, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, αλαζονεία, σε Δημ. 2. λέγεται για πράγματα, μεγαλοπρέπεια, στον ίδ.
- μεγᾰλο-ψῡχος, -ον (ψυχή), αυτός που διαθέτει ψυχικό μεγαλείο, μεγαλόψυχος, σε Δημ.· επίρρ. -χως, στον ίδ.
- μεγᾰλύνω[ῡ] (μέγας),· I. μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον τρανό ή ισχυρό, εκθειάζω, ισχυροποιώ, σε Θουκ.· Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, κερδίζω μεγάλη δόξα από κάποιον, από κάτι..., σε Ξεν. II. 1. εκθειάζω, δοξάζω, εξυμνώ, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., περιαυτολογώ, καυχιέμαι, σε Αισχύλ., Ξεν. 2. δίνω μεγαλύτερες διαστάσεις σ' ένα έγκλημα, σε Θουκ.
- μεγᾰλ-ώνῠμος, -ον (ὄνομα), αυτός που διαθέτει σπουδαίο όνομα, που του δίνει φήμη, σε Σοφ., Αριστοφ.
- μεγάλως, επίρρ. του μέγας, βλ. μέγας Β.
- μεγᾰλωστί[ῐ], I. Επικ. και Ιων. επίρρ. του μέγας, μακριά και πλατιά, σε μεγάλη έκταση, σε Όμηρ. II. 1. μεγάλως, σε Ηρόδ. 2. επίσης, μεγαλοπρεπῶς, στον ίδ.
- μεγᾰλωσύνη, ἡ (μέγας), σπουδαιότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Κ.Δ.
- μεγ-άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.
- Μέγᾰρα, τά, Μέγαρα, η πόλη των Μεγάρων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέγαραδε, προς τα Μέγαρα, σε Αριστοφ.
- Μεγᾰρεύς, -έως, ὁ, πολίτης των Μεγάρων, πληθ. Μεγαρεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
- Μεγᾰρίζω, μέλ. -ιῶ, παίρνω το μέρος των Μεγαρέων ή μιλώ τη διάλεκτό τους, σε Αριστοφ.