Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [1501 - 1520]
μνησάσκετο, Ιων. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του μιμνήσκω.
μνησθῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του μιμνήσκω.
μνήσθητι, προστ. Παθ. αορ. αʹ του μιμνήσκω.
μνησῐ-δωρέω (δῶρον), Δωρ. μνᾶσ-, μέλ. -ήσω, προσφέρω δημοσίως ευχαριστίες, Χρησμ. παρά Δημ.
μνησῐκᾰκέω, μέλ. -ήσω, I. θυμάμαι τις αδικίες ή το κακό που μου έκανε κάποιος, θυμάμαι περασμένες τραυματικές εμπειρίες, σε Ηρόδ., Δημ.· οὐ μνησικακῶ, δεν κρατώ κακία, προσφέρω αμνηστία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., μνησικακῶ τινί τινος, τρέφω μνησικακία, έχθρα εναντίον κάποιον για κάτι, σε Ξεν. II. με αιτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, υπενθυμίζω σε κάποιον τις συμφορές των γηρατειών του, σε Αριστοφ.
μνησί-κᾰκος, -ον (κακόν), αυτός που θυμάται τις αδικίες που του έγιναν στο παρελθόν, εκδικητικός, σε Αριστ.
μνησῐ-πήμων, -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, μνησιπήμων πόνος, οδυνηρή ανάμνηση της δυστυχίας, σε Αισχύλ.
μνήσομαι, μέλ. του μιμνήσκομαι.
μνηστεία, , αναζήτηση γυναίκας για γάμο, φλερτάρισμα, σε Πλάτ.
μνήστειρα, Δωρ. μνάστ-, , θηλ. του μνηστήρ, αυτή που έχει στο νου της, που σκέφτεται, με γεν., σε Πίνδ.
μνήστευμα, -ατος, τό, φλερτάρω μια γυναίκα, επιδιώκω την εύνοιά της, στον πληθ., οι αρραβώνες, οι γάμοι, σε Ευρ.
μνηστεύω (μνάομαι), Δωρ. μναστεύω, μέλ. -σω, μεμνήστευκα· I. επιδιώκω την εύνοια μιας γυναίκας, φλερτάρω, αναζητώ γυναίκα ως σύζυγο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· επιδιώκω την εύνοια μιας γυναίκας και την κερδίζω, παντρεύομαι, σε Θέογν., Θεόκρ.Παθ., μναστευθεῖσ' ἐξ Ἑλλάνων, σε Ευρ. II. υπόσχομαι να δώσω σε γάμο, αρραβωνιάζω, τὴν θυγατέρα τινί, στον ίδ.Παθ., τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, στη γυναίκα που του είχαν υποσχθεί για σύζυγο, σε Κ.Δ. III. επιζητώ, εκλιπαρώ για κάτι, σε Πλούτ.
μνηστήρ (μνάομαι), Δωρ. μνᾱστήρ, -ῆρος, , Επικ. δοτ. πληθ. μνηστήρεσσι· I. αυτός που επιζητεί την εύνοια μιας γυναίκας, ο διεκδικητής της, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., παιδὸς ἐμῆς μνηστήρ, σε Ηρόδ.· γάμων μνηστήρ, σε Αισχύλ. II. αυτός που ανακαλεί στη μνήμη, που φέρνει στο νου, με γεν., σε Πίνδ.
μνῆστις, Δωρ. μνᾶστιος, -ιος, (μνάομαι), ενθύμηση, ανάμνηση, προσοχή σε, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχε κἀμοῦ μνήστω, σε Σοφ.· οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, έτσι λοιπόν θυμηθήκατε και οι ίδιοι τον Γέλωνα, σε Ηρόδ.
μνηστός, , -όν (μνάομαι), αυτός που διεκδίκησε και κέρδισε μια γυναίκα, παντρεμένος, ἄλοχος μνηστή, νόμιμη σύζυγος, σε Όμηρ.
μνηστύς, -ύος, , Ιων. αντί μνηστεία, σε Ομήρ. Οδ.
μνήστωρ, -ορος, (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.
μνιᾰρός, , -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, απαλός σαν βρύο, σε Ανθ.
μνίον, τό, βρύο, θαλάσσιο φυτό παρεμφερές του βρύου.
μνωόμενος, Επικ. αντί μνώμενος, μτχ. του μνάομαι· μνώοντο, αντί ἐμνῶντο.