Αποτελέσματα για: "Μ"
Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [1441 - 1460]
-
μῑσο-λογία, ἡ, μίσος για την επιχειρηματολογία, σε Πλάτ.
-
μῑσό-λογος, -ον, αυτός που μισεί την επιχειρηματολογία ή τη διαλεκτική, σε Πλάτ.
-
μῑσό-νοθος, -ον, αυτός που αποστρέφεται τα εκτός γάμου παιδιά, σε Ανθ.
-
μῑσό-παις, ὁ, ἡ, αυτός που απεχθάνεται τα νεαρά αγόρια ή, γενικά, τα παιδιά, σε Λουκ.
-
μῑσο-πέρσης, -ου, ὁ, εχθρός των Περσών, σε Ξεν.
-
μῑσό-πολις, -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που μισεί την πόλη, την κοινή ευημερία, σε Αριστοφ.
-
μῑσο-πονέω (πόνος), μέλ. -ήσω, απεχθάνομαι την εργασία, σε Πλάτ.
-
μῑσο-πόνηρος, -ον, αυτός που μισεί τους πονηρούς και τις πονηριές, σε Δημ., Αισχίν.
-
μῑσοπονία, ἡ (μισοπονέω), απέχθεια για την εργασία, σε Λουκ.
-
μῑσο-πόρπαξ, -ᾱκος, ὁ, ἡ, αυτός που αποστρέφεται τη λαβή της ασπίδας, αυτός δηλ. που μισεί τον πόλεμο, σε Αριστοφ., στους Κωμ. ο υπερθ. μῑσοπορπᾱκίστατος.
-
μῑσό-πτωχος, -ον, αυτός που μισεί (αποφεύγει) τους φτωχούς, λέγεται για την ποδάγρα, σε Ανθ.
-
μῑσο-ρώμαιος, -ον, αυτος που μισεί τους Ρωμαίους, σε Πλούτ.
-
μῖσος, τό, I. 1. μίσος, απέχθεια, II. Παθ., κάτι που προκαλεί μίσος, γίνεται αντικείμενο μίσους, σε Τραγ., Πλάτ. 2. Ενεργ., το μίσος που νιώθουμε για κάποιον άλλο, έχθρα, σε Ευρ. III. λέγεται για πρόσωπα, αντικείμενο μίσους, = μίσημα, στους Τραγ.
-
μῑσό-σοφος, -ον, αυτός που μισεί τη φιλοσοφία, σε Πλάτ.
-
μῑσό-συλλας, -ου, ὁ, εχθρός του Σύλλα, σε Πλούτ.
-
μῑσό-τεκνος, -ον (τέκνον), αυτός που μισεί τα παιδιά, σε Αισχίν.
-
μῑσο-τύραννος, -ον, αυτος που αποστρέφεται τους τυράννους, σε Ηρόδ., Αισχίν.
-
μῑσό-τῡφος, -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.
-
μῑσο-φίλιππος, -ον, αυτός που μισεί τον Φίλιππο (τον Μακεδόνα), σε Αισχίν.
-
μῑσό-χρηστος, -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.