Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [1441 - 1460]
μῑσο-λογία, , μίσος για την επιχειρηματολογία, σε Πλάτ.
μῑσό-λογος, -ον, αυτός που μισεί την επιχειρηματολογία ή τη διαλεκτική, σε Πλάτ.
μῑσό-νοθος, -ον, αυτός που αποστρέφεται τα εκτός γάμου παιδιά, σε Ανθ.
μῑσό-παις, , , αυτός που απεχθάνεται τα νεαρά αγόρια ή, γενικά, τα παιδιά, σε Λουκ.
μῑσο-πέρσης, -ου, , εχθρός των Περσών, σε Ξεν.
μῑσό-πολις, -ιος, , , αυτός που μισεί την πόλη, την κοινή ευημερία, σε Αριστοφ.
μῑσο-πονέω (πόνος), μέλ. -ήσω, απεχθάνομαι την εργασία, σε Πλάτ.
μῑσο-πόνηρος, -ον, αυτός που μισεί τους πονηρούς και τις πονηριές, σε Δημ., Αισχίν.
μῑσοπονία, (μισοπονέω), απέχθεια για την εργασία, σε Λουκ.
μῑσο-πόρπαξ, -ᾱκος, , , αυτός που αποστρέφεται τη λαβή της ασπίδας, αυτός δηλ. που μισεί τον πόλεμο, σε Αριστοφ., στους Κωμ. ο υπερθ. μῑσοπορπᾱκίστατος.
μῑσό-πτωχος, -ον, αυτός που μισεί (αποφεύγει) τους φτωχούς, λέγεται για την ποδάγρα, σε Ανθ.
μῑσο-ρώμαιος, -ον, αυτος που μισεί τους Ρωμαίους, σε Πλούτ.
μῖσος, τό, I. 1. μίσος, απέχθεια, II. Παθ., κάτι που προκαλεί μίσος, γίνεται αντικείμενο μίσους, σε Τραγ., Πλάτ. 2. Ενεργ., το μίσος που νιώθουμε για κάποιον άλλο, έχθρα, σε Ευρ. III. λέγεται για πρόσωπα, αντικείμενο μίσους, = μίσημα, στους Τραγ.
μῑσό-σοφος, -ον, αυτός που μισεί τη φιλοσοφία, σε Πλάτ.
μῑσό-συλλας, -ου, , εχθρός του Σύλλα, σε Πλούτ.
μῑσό-τεκνος, -ον (τέκνον), αυτός που μισεί τα παιδιά, σε Αισχίν.
μῑσο-τύραννος, -ον, αυτος που αποστρέφεται τους τυράννους, σε Ηρόδ., Αισχίν.
μῑσό-τῡφος, -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.
μῑσο-φίλιππος, -ον, αυτός που μισεί τον Φίλιππο (τον Μακεδόνα), σε Αισχίν.
μῑσό-χρηστος, -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.