Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [1421 - 1440]
μισθο-φορά, , = ἡ τοῦ μισθοῦ φορά, αποδοχή του μισθού ή αμοιβές που τις παρέλαβαν οι δικαιούχοι τους, μισθός, πληρωμή, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
μισθοφορέω, μέλ. -ήσω, 1. α) είμαι μισθοφόρος, λαμβάνω μισθό ή πληρωμή για εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίες, παρέχω δημόσια υπηρεσία επί πληρωμή, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., λαμβάνω ως πληρωμή, τρεῖς δραχμάς, σε Αριστοφ. β) λέγεται για μισθοφόρους στρατιώτες, στον ίδ., σε Θουκ.· μισθοφορῶ τινι, σε Ξεν.· μισθοφορῶ ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, σαν να ήταν φτωχός, σε Αισχίν. 2. προσφέρω ενοίκιο ή κέρδος, μισθοφοροῦσα οἰκία, σε Ισαίο· ζεῦγος ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν, σε Ξεν.Παθ., προσφέρομαι να γίνω μισθωτός, στον ίδ.
μισθοφορητέον, ρημ. επίθ. του προηγ., κάποιος που πρέπει να λάβει μισθό, σε Θουκ.
μισθοφορία, , υπηρεσία κάποιου ως μισθοφόρου, σε Δημ.
μισθο-φόρος, -ον (φέρω),· I. αυτός που λαμβάνει μισθό ή πληρωμή, που παρέχει δημόσια υπηρεσία αντί μισθού, μισθοφόρος, σε Πλάτ., Δημ. II. ως ουσ., μισθοφόροι, οἱ, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, μισθοφόροι τριήρεις, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ.
μισθόω (μισθός), μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐμίσθωσα, παρακ. μεμίσθωκα· I. ενοικιάζω αντί μισθώματος, ενοικιάζω καλλιεργήσιμη γη, εκμισθώνω, Λατ. locare, τί τινι, σε Αριστοφ.· σε ενεστ. και παρατ., προσφέρω για ενοικίαση, μισθοῖ αὑτὸν Ὀλυνθίοις, προσφέρει έναντι μισθού τις υπηρεσίες του σ' αυτούς, σε Δημ.· με απαρ., μισθῶ τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι, παραχωρώ, εκχωρώ την οικοδόμηση του ναού για 300 τάλαντα, Λατ. locare aedem exstruendam, σε Ηρόδ. II. Μέσ., μέλ. μισθώσομαι, αόρ. αʹ ἐμισθωσάμην, παρακ. μεμίσθωμαι, εκχωρώ σε κάποιον, παραχωρώ έναντι μισθώματος, Λατ. conducere, σε Ηρόδ., Αττ.· μισθῶ τινα ταλάντου, μισθώνω τις υπηρεσίες του για ένα τάλαντο το χρόνο, σε Ηρόδ.· με απαρ., μισθῶ νηὸν ἐξοικοδομῆσαι, κλείνω συμφωνία για την οικοδόμηση του ναού, Λατ. conducere aedem aedificandam, στον ίδ. III. Παθ., αόρ. αʹ ἐμισθώθην, παρακ. μεμίσθωμαι (βλ. ανωτ. II)· παραχωρούμαι έναντι μισθώματος, σε Ηρόδ.· ἐκ τοῦ μισθωθῆναι, από την ενοικίαση, σε Δημ.· λέγεται για οικία, παρέχεται προς ενοικίαση βάσει συμβολαίου, στον ίδ.
μίσθωμα, -ατος, τό, I. συμφωνημένη τιμή για ενοικίαση, τιμή που προκύπτει από συμβόλαιο, σε Ηρόδ., Δημ. II. αυτό που έχει παραχωρηθεί για ενοικίαση, μισθωμένη οικία, σε Κ.Δ.
μίσθωσις, , I. ενοικίαση έναντι μισθώματος, δίκη μισθώσεως ή δίκη μισθώσεως οἴκου, καταγγελία εναντίον ενός επιτρόπου που αμέλησε να νοικιάσει οικία που ανήκει σ' αυτόν που επιτροπεύει και να του αποφέρει έτσι κέρδη, II. ενοικίαση, σε Δημ.
μισθωτής, -οῦ, , αυτός που πληρώνει ενοίκιο, νοικάρης, σε Δημ.
μισθωτικός, , -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για ενοικίαση· ἡ μισθωτική = μισθαρνική, το επάγγελμα του μισθωτού εργάτη, σε Πλάτ.
μισθωτός, , -όν, I. αυτός που κάνει κάτι έναντι μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. ως ουσ., μισθωτός εργάτης, μισθωτός υπηρέτης, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., μισθοφόροι, σε Ηρόδ., Θουκ.
μῑσο-γόης, -ου, , αυτός που μισεί τους απατεώνες, τους γητευτές ή τις απάτες, σε Λουκ.
μῑσο-γύνης, [ῠ], -ου, , αυτός που μισεί τις γυναίκες, σε Στράβ.
μῑσοδημία, , μίσος για τη δημοκρατία, στους Αττ. Ρήτ.
μῑσό-δημος, -ον, αυτός που αποστρέφεται τα κοινά, σε Αριστοφ., Ξεν.
μῑσό-θεος, -ον, αυτός που μισεί τους θεούς, άθεος, σε Αισχύλ.
μῑσό-θηρος, -ον, αυτός που απεχθάνεται το κυνήγι, σε Ξεν.
μῑσο-καῖσαρ, -ᾰρος, , αυτός που μισεί τον Καίσαρα, σε Πλούτ.
μῑσο-λάκων[ᾰ], -ωνος, , αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.
μῑσο-λάμᾰχος[λᾱ], -ον, αυτός που μισεί τον Αθηναίο στρατηγό Λάμαχο, σε Αριστοφ.