Αποτελέσματα για: "Μ"
Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [1241 - 1260]
-
μήσαο, μήσατο, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. αορ. αʹ του μήδομαι.
-
μήσεαι, Επικ. βʹ ενικ. μελ. του μήδομαι.
-
μήστωρ, -ωρος, ὁ (μήδομαι), αυτός που παρέχει συμβουλές, σύμβουλος, σε Όμηρ.· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, οι πρωταίτιοι της δίνης της μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, λέγεται για τον Διομήδη, στο ίδ.
-
μήτε, και όχι, κατά κανόνα διπλ., μήτε... μήτε..., σε Όμηρ. κ.λπ.
-
μήτηρ, Δωρ. μάτηρ, ἡ, κλητ. μῆτερ· αλλά κατά το πατήρ στον τονισμό των άλλων πτώσεων, γεν. μητέρος, μητρός, δοτ. μητέρι, μητρί, κ.λπ.· μητέρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· 1. λέγεται για ζώα, θηλυκός γονιός, στον ίδ.· ἀπό ή ἐκ μητρός, από τη μήτρα της μάνας μου, σε Πίνδ., Αισχύλ. 2. επίσης, λέγεται για περιοχές, εδάφη, μήτηρ μήλων, θηρῶν, μητέρα των κοπαδιών, του παιχνιδιού (του κυνηγιού), σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη Γη, γῆ πάντων μήτηρ, σε Ησίοδ.· γῆ μήτηρ, σε Αισχύλ.· ὦ γαῖα μῆτερ, σε Ευρ.· επίσης, ἡ Μάτηρ μόνο, αντί Δημήτηρ, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για τόπο, όπου γεννήθηκε κάποιος, μάτερ ἐμά, Θήβα, σε Πίνδ. κ.λπ. 4. ποιητ. ως η πηγή των συμβάντων, μήτηρ ἀέθλων, λέγεται για την Ολυμπία, στον ίδ., η νύχτα είναι η μητέρα της ημέρας, σε Αισχύλ.· σταφύλι κρασιού, στο ίδ.
-
μήτῐ, ουδ. του μῆτις, βλ. αυτ.
-
μήτῑ, συνηρ. αντί μήτιϊ, δοτ. του μῆτις.
-
μητιάω (μῆτις)· Επικ. γʹ πληθ. μητιόωσι και μτχ. μητιόων, -όωσα· επίσης, ως αποθ. βʹ πληθ. μητιάασθε, γʹ πληθ. παρατ. μητιόωντο, απαρ. μητιάασθαι· 1. συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, συζητώ, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., μητιάασθε, αναλογιστείτε το μεταξύ σας, στο ίδ. 2. με αιτ. πράγμ., μητίομαι, σε Όμηρ.
-
μητίετα, ὁ (μῆτις), Επικ. αντί μητιέτης, σύμβουλος, ως επίθ. του Ζεύς, πάνσοφε! σε Όμηρ.
-
μητιόεις, -εσσα, -εν (μῆτις), 1. σοφός στο να συμβουλεύει, πάνσοφος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. 2. φάρμακα μητιόεντα, σοφά, δηλ. καλοδιαλεγμένα, βοηθητικά, θεραπευτικά, σε Ομήρ. Οδ.
-
μητίομαι, μέλ. -ίσομαι [ῑ], αόρ. αʹ ἐμητισάμην, αποθ., επινοώ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω, σε Όμηρ.· με διπλή αιτ., μηχανεύομαι συμφορά εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
-
μητιρών, Επικ. μτχ. του μητιάω· μητιόωσι, Επικ. γʹ πληθ.
-
μῆτις, ἡ (*μάω), γεν. -ιος, Αττ. -ιδος, δοτ. μήτιδι, Επικ. μήτῑ αντί μήτιι, πληθ. μητίεσσι· αιτ. μῆτιν· I. η συμβουλευτική ικανότητα, σοφία, συμβουλή, πανουργία, δόλος, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μῆτιν ἀλώπηξ, αλεπού ως προς την πανουργία, σε Πίνδ.· λέγεται για το ταλέντο ή την τέχνη ενός ποιητή, στον ίδ. II. πληροφορία, συμβουλή, σχέδιο, επιχείρηση, μῆτιν ὑφαίνειν, σε Όμηρ.
-
μή-τῐς ή μήτις, ὁ, ἡ (τίς)· ουδ. μή-τῐ, γεν. μή-τῐνος· I. μήπως κάποιος, μήπως κάτι, Λατ. ne quis, ne quid, συντασσόμενο όπως το επίρρ. μή, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. μήτι ή μή τι, επίρρ. που χρησιμ. για προσταγή, σε Ομήρ. Ιλ.· με ευκτ., λέγεται για να εκφράσει επιθυμία, ὄλοιντο μή τι πάντες, σε Σοφ. 2. μετά από ρήματα φόβου ή αμφιβολίας, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. σε ερωτήσεις, μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν; σου φαίνομαι να φοβάμαι; (δηλ., δεν φοβάμαι), σε Αισχύλ. 4. μή τί γε, για να μην αναφέρω, πολύ λιγότερο, Λατ. nedum, ne dicam, σε Δημ.
-
μή-τοι ή μήτοι, επιτετ. τύπος του μή, με προστ. και υποτ., 1. μή τοι δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ. 2. μετά από ρήματα που υποδηλώνουν άρνηση, σε Σοφ.
-
μήτρα, Ιων. -τρη, ἡ (μήτηρ), Λατ. matrix, μήτρα (όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
-
μητρ-ᾰγύρτης, -ου, ὁ, ο ιερέας της Κυβέλης που επαιτεί, η Κυβέλη, Μητέρα των θεών· ο Ιφικράτης έδωσε αυτό το όνομα στον Καλλία που ήταν πράγματι Δᾳδοῦχος τῆς Κυβέλης, σε Αριστ.
-
μητρ-άδελφος, ὁ και ἡ, αδελφός ή αδελφή της μητέρας, θείος ή θεία, στον Πίνδ., ματραδελφέος.
-
μητρ-ᾰλοίας, -ου, ὁ (ἀλοιάω), αυτός που χτυπά θανατηφόρα τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
-
μήτρη, ἡ, Ιων. αντί μήτρα.