LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Μ"
- Μήλιος, -α, -ον, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το νησί της Μήλου, Μήλιος, σε Θέογν., Θουκ.· λιμὸς Μήλιος, παροιμ. έκφραση για την πείνα (λιμό), από τις συμφορές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Μήλου, σε Αριστοφ.
- μηλίς, -ίδος, ἡ (μῆλον Β), = μηλέα, Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.
- Μηλίς, -ίδος, ἡ, Ιων. αντί Μᾱλίς, με ή χωρίς το γῆ, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. Μηλιεύς.
- μηλο-βοτήρ, -ῆρος, ὁ, βοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.
- μηλο-βότης, -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.
- μηλό-βοτος, -ον, αυτός που τον βόσκουν τα πρόβατα, επίθ. για κτηνοτροφικές περιοχές, σε Πίνδ.
- μηλο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε θυσία, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ.
- μηλο-θύτης[ῠ], -ου, ὁ (θύω Α), αυτός που θυσιάζει πρόβατα, ιερέας, σε Ευρ.· βωμὸςμηλοθύτης, βωμός όπου τελούνταν θυσίες, στον ίδ.
- μηλολόνθη, ἡ, σκαραβαίος, χρυσοκάνθαρος, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
- μῆλον (Α), -ου, τό, πρόβατο ή κατσίκα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πρόβατα και κατσίκες, μικρό κοπάδι, Λατ. pecudes, σε αντίθ. προς το βόες, σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ. που προστίθεται για να διακρίνει το γένος, ἄρσενα μῆλα, κριάρια, τράγοι, σε Ομήρ. Οδ.
- μῆλον (Β), Δωρ. μᾶλον, -ου, τό, Λατ. mālum· I. μήλο (το φρούτο) ή (γενικά) κάθε οπωροφόρο δέντρο, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ. II. μεταφ., λέγεται για τους μαστούς νεαρής κοπέλας, σε Θεόκρ.· επίσης, μάγουλα, Λατ. malae, σε Ανθ., Λουκ.· πρβλ. μηλοπάρειος· αλλά στον Θεόκρ., τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥεόντι, τά δάκρυά σου τρέχουν γλυκά ή στρογγυλά σαν μήλα.
- μηλο-νόμης, -ου, ὁ, Δωρ. -μας (νέμω), αυτός που βόσκει πρόβατα ή κατσίκες, σε Ευρ.· ομοίως, μηλο-νομεύς, -έως, ὁ, σε Ανθ.
- μηλο-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που φροντίζει πρόβατα ή κατσίκες, σε Ευρ.
- μηλο-πάρειος[ᾰ], Αιολ. μᾱλοπάραυος, -ον, αυτός που τα μάγουλά του μοιάζουν με μήλα, σε Θεόκρ.
- μηλο-σκόποςκορυφή, η κορυφή ενός λόφου, από την οποία επιθεωρούνται τα πρόβατα ή οι κατσίκες, σε Ομηρ. Ύμν.
- μηλό-σπορος, -ον (σπείρω), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.
- μηλοσ-σόος, -ον, αυτός που προστατεύει τα πρόβατα, σε Ανθ.
- μηλο-σφᾰγέω (σφάζω), μέλ. -ήσω, σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μηλοσφαγῶ, προσφέρω πρόβατα σε θυσία, σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.
- μηλο-τρόφος, -ον, αυτός που εκτρέφει πρόβατα, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ.
-
μηλ-οῦχος, ὁ (μῆλον
Β. II, ἔχω), ζώνη που συγκρατεί τους μαστούς, στηθόδεσμος, σε Ανθ.

