Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [1001 - 1020]
μετα-τίθημι, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ μετ-έθηκα, αόρ. βʹ -έθην· I. τοποθετώ ανάμεσα, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκεν (άλλη γραφή μεθέηκεν), τότε δεν θα είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο ανάμεσά μας, σε Ομήρ. Οδ. II. τοποθετώ διαφορετικά· 1. με τοπική σημασία, μεταφέρω, μεταθέτω, σε Πλάτ. 2. αλλάζω, τροποποιώ, λέγεται για συνθήκη, σε Θουκ., Ξεν.· μετατίθημι τὰς ἐπωνυμίας ἐπὶ ὑός, αλλάζω τα ονόματά τους και τους προσφωνώ με το όνομα του γουρουνιού, σε Ηρόδ.· μετατίθημί τι ἀντί τινος, τοποθετώ κάτι στη θέση ενός άλλου πράγματος, υποκαθιστώ, σε Δημ. 3. α) Μέσ., τροποποιώ ό,τι ανήκει σε μένα ή υπέρ εμού, τοὺς νόμους, σε Ξεν.· μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, υιοθετώ μια νέα γνώμη, σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ., σε Πλάτ. β) μετατίθημι (τὸν φόβον), απαλλάσσω, μεταθέτω το φόβο μου, σε Δημ. γ) με διπλή αιτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατίθημι, μεταστρέφει τα ύπουλα σχέδιά τους σε κέρδος γι' αυτόν, σε Σοφ. 4. Παθ., μεταβάλλομαι, αλλάζω, σε Ευρ.
μετα-τίκτω, γεννώ αμέσως μετά, σε Αισχύλ.
μετα-τρέπομαι, γʹ ενικ. αορ. βʹ μετ-ετράπετο· 1. Μέσ., περιστρέφομαι, στριφογυρίζω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω, δείχνω εκτίμηση, με γεν., στο ίδ.
μετα-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, τρέχω το κατόπι, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το πάρεις από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.
μετα-τροπᾰλίζομαι, Παθ., στρέφομαι προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.
μετατροπή, (μετατρέπω), στροφή προς τα πίσω, επιστροφή, με γεν., σε Ευρ.
μετατροπία, , μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.
μετάτροπος, -ον (μετατρέπω),· 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, που επιστρέφει, σε Ανθ. 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι, σε Αισχύλ.· ἔργα μετάτροπα, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα ακολουθεί εκδίκηση ή ανταπόδοση, σε Ησίοδ.· ομοίως, μετάτροποι αὖραι, σε Ευρ.· πολέμου μετάτροπος αὔρα, σε Αριστοφ.
μετ-αυγάζω, κοιτάζω έντονα ψάχνοντας κάτι, τινά, σε Πίνδ.
μετ-αυδάω, παρατ. μετηύδων· 1. μιλώ ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. 2. με αιτ. προσ., πλησιάζω, απευθύνομαι, σε Μόσχ.
μετ-αῦθις, Ιων. -αῦτις, επίρρ., ύστερα, κατόπιν, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
μέτ-αυλος, -ον, Αττ. αντί μέσαυλος.
μετ-αυτίκα[ῐ], επίρρ., αμέσως μετά, χωρίς καθυστέρηση, σε Ηρόδ.
μετ-αῦτις, Ιων. αντί μεταῦθις.
μετα-φέρω, μέλ. μετ-οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, παρακ. -ενήνοχα· 1. μετακινώ, φέρνω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, σε Δημ.· μεταφέρω κέντρα πώλοις, χτυπώ διαδοχικά τα άλογα με τα βούκεντρα, σε Ευρ. 2. αλλάζω, τροποποιώ, σε Σοφ., Δημ.· μεταφέρω τὰδίκαια, αλλάζω, συγχέω, σε Αισχίν. 3. στη ρητορική, χρησιμοποιώ μια λέξη με αλλαγμένη σημασία, χρησιμοποιώ μια μεταφορά, σε Αριστ.
μετά-φημι, παρατ. μετ-έφην (πρβλ. μετ-εῖπον1. μιλώ ανάμεσα σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. 2. με αιτ. προσ., προσεγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-φορέω, = μεταφέρω, σε Ηρόδ.
μεταφορικός, , -όν, I. κατάλληλος στις μεταφορές, σε Αριστ. II. μεταφορικός (που εκφράζεται με το σχήμα λόγου της μεταφοράς)· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
μετα-φράζω, μέλ. -σω, I. παραφράζω, μεταφράζω, σε Πλούτ. II. Μέσ., λαμβάνω υπ' όψιν αργότερα, κατόπιν, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις, σε Ομήρ. Ιλ.
μετάφρᾰσις, , παράφραση, ερμηνεία με άλλον τρόπο, σε Πλούτ.