Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Λ"

Βρέθηκαν 1.066 λήμματα [941 - 960]
λῠκο-κτόνος, (κτείνω), επίθ. του Απόλλωνα, φονιάς λύκων, σε Σοφ.
λῠκορ-ραίστης, (ῥαίω), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ.
λύκος[ῠ], , Λατ. lupus, το μεγαλύτερο από τα άγρια θηρία της Ελλάδας, σύμβολο λαιμαργίας και σκληρότητας, σε Όμηρ.· παροιμ., λύκον ἰδεῖν, βλέπω λύκο, δηλ. μένω βουβός, όπως πιστευόταν κοινώς για κάθε άνθρωπο, τον οποίο ο λύκος είδε πρώτος, σε Πλάτ., Θεόκρ. (ομοίως Moerim lupi videre priοres)· λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, λέγεται για κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί, σε Αριστοφ.
λῠκό-φως, -ωτος, τό (*λύκη), σκιερό φως πριν την ανατολή και μετά τη δύση του ηλίου, Λατ. diluculum.
λῠκόω (λύκος), κατασπαράζω σαν λύκος· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, πρόβατα λελυκωμένα, σε Ξεν.
λῠκ-ώδης, -ες, = λυκοειδής, σε Αριστ.
λῦμα, -ατος, τό (λούωI. κυρίως στον πληθ., νερό που χρησιμεύει στο νίψιμο ή στο πλύσιμο, απόνερα, ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, λέγεται για το αίμα στα χέρια του, σε Σοφ. II. ηθικός ρύπος, ηθική σπίλωση, κυρίως στον ενικ., στον ίδ. III. = λύμη, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, λῦμα Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
λῡμαίνομαι, αποθ., εν μέρει στους Μέσ. τύπους, μέλ. λυμᾰνοῦμαι, αόρ. ἐλυμηνάμην· επίσης, στους Παθ. τύπους, μτχ. αορ. λυμανθείς· παρακ. λελύμασμαι, γʹ ενικ. λελύμανται, μτχ. λελυμασμένος (λύμηI. 1. συμπεριφέρομαι ταπεινωτικά, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ., λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου, τα λόγια που συνήθιζες να «σκοτώνεις» (ως ηθοποιός), σε Δημ.· ὀψοποιΐα λυμαίνομαι τὰ ὄψα, σε Ξεν. 2. με δοτ., ατιμάζω, επιφέρω βλάβη, φθείρω, καταστρέφω, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ. 3. απόλ., προξενώ όλεθρο, καταστροφή, σε Θουκ., Ξεν. II. ενίοτε ως Παθ., λυμανθὲν δέμας, σε Αισχύλ.· λελυμάνθαι, σε Δημ.
λῡμαντήρ, -ῆρος, , καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.
λῡμαντήριος, , -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.
λυμαντής, -οῦ, , ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.
λῡμεών, -ῶνος, (λύμη), καταστροφέας, διαφθορέας, σε Σοφ., Ευρ.
λύμη[ῡ], , I. κακή, υβριστική μεταχείριση, κακοποίηση, βλάβη, φθορά, όλεθρος, ακρωτηριασμός, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ.· στον πληθ., ύβρεις, ατιμίες, σε Ηρόδ., Αισχύλ. II. λῦμα, ρύπος, ακαθαρσία, σε Πολύβ.
λύμην, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του λύω.
λῡμηνάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. του λυμαίνομαι.
λύντο, γʹ πληθ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του λύω.
λῡπέω, μέλ. λυπήσω, I. 1. προξενώ λύπη, πόνο, θλίψη, ενόχληση, σε Ηρόδ., Τραγ., κ.λπ.· ἡ θώραξ λυπεῖ, προκαλεί πόνο, ενοχλεί από το βάρος της, σε Ξεν.· απόλ., προξενώ πόνο ή λύπη, σε Σοφ. 2. λέγεται για τους επιδρομείς, ενοχλώ, εξαντλώ το στράτευμα από τις συνεχείς επιθέσεις, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ. II. Παθ. με Μέσ. μέλ., έχω πόνο, λύπη, θλίψη, δυσαρεστούμαι, θλίβομαι, σε Θέογν., κ.λπ.· μὴλυπέο, μη λυπάσαι, μην πικραίνεσαι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., λύπας λυπείσθαι, σε Πλάτ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., λυπάμαι για κάτι, σε Σοφ.· απόλ., αισθάνομαι πόνο, πονώ, σε Ευρ., κ.λπ.
λύπη[ῡ], , 1. σωματικός πόνος, Λατ. dolor, σε Πλάτ.· δυστυχία, κακή κατάσταση, σε Ηρόδ. 2. πόνος ψυχής, μύχια λύπη, στον ίδ., Αττ.
λύπημα, -ατος, τό (λυπέω), πόνος, θλίψη, άλγος, πικρία, σε Σοφ.
λυπῇν, Δωρ. αντί λυπεῖν, απαρ. του λυπέω.