Αποτελέσματα για: "Λ"
Βρέθηκαν 1.066 λήμματα [561 - 580]
-
λίαν[l], Ιων. και Επικ. λίην (λι-), πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ.· οὐδέ τι λίαν οὕτω, όχι τόσο πολύ, σε Ομήρ. Οδ.· με συνοδεία ρήματος, πάρα πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επιτετ. καὶ λίην, αληθινά, πραγματικά, στον ίδ.· λίην πιστεύειν, το να πιστεύεις απόλυτα, σε Ηρόδ.· κόμπος λίαν εἰρημένος, αληθινά, πραγματικά, σε Αισχύλ.· ἡ λίαν φιλότης, η υπερβολική του αγάπη, στον ίδ.
-
λῐᾰρός, -ά, -όν, όπως το χλιαρός, θερμός, υπόθερμος, σε Όμηρ.· οὖρος λιαρός, θερμός και απαλός άνεμος, σε Ομήρ. Οδ.· ὕπνος λιαρός, ήσυχος, ήρεμος, ευχάριστος, γλυκός ύπνος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
λιάσθην, Επικ. αντί ἐλιάσθην, αόρ. του λιάζομαι· γʹ πληθ., λίασθεν, αντί ἐλιάσθησαν.
-
λῐβάδιον[ᾰ], τό, υποκορ. του λιβάς, μικρό ρυάκι, σε Στράβ.
-
λῐβάζω[ᾰ], μέλ. λιβάσω (λιβάς) = λείβω, αφήνω κάτι να πέσει σε σταγόνες — Μέσ., ρέω σε σταγόνες, στάζω, σε Ανθ.
-
λίβᾰνος[ῐ], ὁ, I. δέντρο του θυμιάματος, που παράγει δηλ. τον λιβανωτόν, σε Ηρόδ., κ.λπ. II. = λιβανωτός, με αυτή τη σημασία είναι θηλ., σε Ευρ., κ.λπ. (ξένη λέξη).
-
λῐβᾰνό-χροος, -ον, συνηρ. λιβανόχρους, -ουν, αυτός που έχει το χρώμα του λιβανιού, σε Στράβ.
-
λῐβᾰνωτίζω, θυμιατίζω με λιβάνι, σε Στράβ.
-
λῐβᾰνωτός, -οῦ, ὁ, I. λιβάνι, θυμίαμα, ρητινώδης ουσία που εκρέει το δέντρο λίβανος, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ. II. θυμιατό, λιβανιστήρι, Λατ. thuribulum, σε Κ.Δ.
-
λῐβᾰνωτο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει ή παράγει λιβάνι, σε Ηρόδ.
-
λῐβάς, -άδος, ἡ (λείβω), καθετί που πέφτει ή στάζει, πηγή, ρυάκι, σε Σοφ., Ευρ.· στάσιμο νερό, σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
λῖβερτῖνος, ὁ, Λατ. libertinus, απελεύθερος, σε Κ.Δ.
-
λιβός, γεν. του λίψ.
-
λίβος[ῐ], τό, = λιβάς· λίβος αἵματος, σταγόνα ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. λίβη, δάκρυα, στον ίδ.
-
λιβρός, -ά, -όν (λείβω), υγρός, αυτός που στάζει απ' την υγρασία, σε Ανθ.
-
Λῐβύη, ἡ, βόρειο μέρος της Αφρικής στα δυτικά της Αιγύπτου, η Λιβύη, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στους μεταγεν. συγγραφείς επίσης, λέγεται για όλη την ήπειρο· επίρρ., Λιβύηθεν, επίσης, Λῐβύηθε, Δωρ. Λιβύᾱθε, από τη Λιβύη, σε Θεόκρ.· επίθ. Λιβυκός, -ή, -όν, σε Ηρόδ., κ.λπ.
-
Λῐβυρνοί, οἱ, λαός της Αδριατικής κάτω από την Ιστρία, σε Στράβ.· επίθ. Λιβυρνικός, -ή, -όν· Λιβυρνικόν (ενν. πλοῖον), τό, ελαφρύ και ταχύ σκάφος, όπως αυτά που μετέφεραν σκλάβους, και τα χρησιμοποιούσαν οι Λιβυρνοί, σε Πλούτ.· επίσης, Λιβυρνίς (ενν. ναῦς), -ίδος, ἡ, στον ίδ.
-
Λίβῠς[ῐ], -ῠος, ὁ, αυτός που προέρχεται από τη Λιβύη, σε Ηρόδ., κ.λπ.· ως επίθ. = Λιβυκός, σε Ευρ.· θηλ. Λίβυσσα[ῐ], σε Πίνδ.· επίσης, Λυβιστικός, -ή, -όν, σε Αισχύλ.
-
Λῐβῠ-φοῖνιξ, ὁ, Λιβυκοφοινικικός, δηλ. Καρχηδόνιος, σε Πολύβ.
-
λίγᾰ[ῐ], επίρρ. του λιγύς, με δυνατή και καθαρή φωνή, σε Όμηρ.