Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Λ"

Βρέθηκαν 1.066 λήμματα [481 - 500]
λήθ-αργος, -ον (λήθηI. αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, ξεχασιάρης· με γεν., αυτός που λησμονεί κάτι ή κάποιον, σε Ανθ. II. ως ουσ., η κατάσταση του λήθαργου, πολύ βαθύς ύπνος, νάρκη, κώμα, σε Αριστ.
ληθεδᾰνός, , -όν (λήθη), αυτός που προκαλεί λήθη, σε Λουκ.
ληθεδών, -όνος, , ποιητ. αντί λήθη, σε Ανθ.
λήθη, Δωρ. λάθα, (λανθάνωI. επιλησμοσύνη, κατάσταση της λήθης, λησμονιά, Λατ. oblivio, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· λήθη παρέχειν, ἐμποιεῖν, σε Πλάτ.· εἰς λήθην ἐμβάλλειν τινά, σε Αισχίν., κ.λπ. II. μετά τον Όμηρ., τόπος λησμονιάς στον Κάτω Κόσμο, σε Σιμων. κ.λπ.
λῆθος, Δωρ. λᾶθος, τό (λήθομαι), = λήθη, σε Θεόκρ.
λήθω, λήθομαι, ισοδ. τύποι των λανθάνω, λανθάνομαι.
ληϊάς, ποιητ. θηλ. του ληΐδιος, αυτή που συλλαμβάνεται σαν λάφυρο πολέμου, αιχμάλωτη, σε Ομήρ. Ιλ.
ληϊ-βοτήρ, -ῆρος, (λήϊον), αυτός που κατατρώει τα σπαρτά, που τα καταστρέφει· θηλ., σῦς ληιβότειρα, σε Ομήρ. Οδ.
ληΐδιος, , -ον (ληΐς), αυτός που συλλαμβάνεται σαν λεία, αιχμάλωτος, σε Ανθ.
ληΐζομαι, Αττ. λῄζομαι, Αττ. παρατ. ἐλῃζόμην, μέλ. ληΐσομαι, Επικ. ληΐσομαι· αόρ. ἐληΐσάμην, Αττ. γʹ ενικ. ἐλῄσατο, Επικ. ληΐσσατο· παρακ. με Παθ. σημασία λέλῃσμαι· αποθ. (ληΐςI. 1. λαμβάνω ως λάφυρο, κομίζω ως λεία, σε Όμηρ., Ηρόδ.· γενικά, λαμβάνω δια της βίας, κερδίζω, αποκτώ, σε Ησίοδ. 2. λεηλατώ, ληστεύω, αρπάζω, ιδίως με επιδρομές, ἀλλήλους, σε Θουκ., Ξεν. 3. απόλ., λεηλατώ, σε Ηρόδ. II. παρακ. λέλῃσμαι, με Παθ. σημασία, έχω γίνει αντικείμενο αρπαγής, με λαμβάνουν ως λεία, σε Ευρ.
ληΐη, , Ιων. αντί λεία.
ληϊ-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγρότης, σε Ανθ.
λήϊον, Δωρ. λᾷον, τό, 1. σπαρτά, χωράφι πριν το θερισμό, Λατ. seges, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ. 2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιτοβολώνας, σε Θεόκρ., Βάβρ.
ληΐς, Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, , Επικ. αντί λεία, λάφυρο, αυτό που αρπάζεται με τη βία, σε Όμηρ., κ.λπ.· κυρίως λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρίς τη σημασία της διαρπαγής, βοοειδή, αγέλη, κοπάδι, ποίμνιο, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
ληϊστήρ, -ῆρος, , Επικ. τύπος του λῃστής, κλέφτης, ιδίως, πειρατής, κουρσάρος, σε Ομήρ. Οδ.
ληϊστής, -οῦ, , = Αττ. λῃστής, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.
ληϊστός, , -όν, αυτός που λαμβάνεται ως λεία, που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ φωνήεν), λεϊστός, στο ίδ.
ληϊστύς, -ύος, , ληστεία, λεηλασία, διαρπαγή, Ιων. τύπος, σε Ηρόδ.
ληΐστωρ, -ορος, , I. = ληϊστήρ, σε Ομήρ. Οδ. II. ως επίθ., αυτός που προέρχεται από λεία, ληστρικός, σε Ανθ.
ληῖτις, -ιδος, (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη λαφυραγώγηση ή που διανέμει τη λεία, σε Ομήρ. Ιλ.