Αποτελέσματα για: "Λ"
Βρέθηκαν 1.066 λήμματα [241 - 260]
-
λᾰχᾰνο-πώλης, -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λάχανα, μανάβης· θηλ. λᾰχᾰνόπωλις, -ιδος, σε Αριστοφ.
-
λάχε, Επικ. αντί ἔλαχε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του λαγχάνω.
-
λάχεια[ᾰ], (λαχαίνω), θηλ. επίθ., καλά καλλιεργημένη, εύφορη, γόνιμη, σε Ομήρ. Οδ.· μερικοί διαβάζουν ἐλάχεια, από ἐλαχύς, μικρός.
-
Λάχεσις[ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), μία από τις τρεις Μοίρες, αυτή που μοιράζει τους κλήρους των ανθρώπων, σε Ησίοδ., Πίνδ.· βλ. Κλωθώ. II. λάχεσις, ἡ, ως προσηγορικό, κλήρος, μοίρα, προορισμός, παρ' Ηροδ.
-
λάχη[ᾰ], ἡ, = λῆξις, λαχνός, κλήρος, τάφων πατρῴων λάχαι, μερίδιο στους πατρικούς τάφους, σε Αισχύλ.
-
λαχναῖος, -α, -ον, = λαχνήεις, σε Ανθ.
-
λάχνη, ἡ, απαλό τρίχωμα, χνούδι, Λατ. lanugo, λέγεται για το πρώτο γένι που βγαίνει σε νεαρό άνδρα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· λέγεται για τις αραιές τρίχες στο κεφάλι του Θερσίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για χνουδένια επιφάνεια υφάσματος, στο ίδ.· ομοίως, για μαλλί προβάτου, σε Σοφ.
-
λαχνήεις, Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, τριχωτός, μαλλιαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
-
λαχνό-γυιος, -ον (γυῖον), αυτός που έχει τριχωτά μέλη σώματος, σε Ευρ.
-
λαχνόομαι, Παθ., γίνομαι χνουδωτός, αποκτώ χνούδι, λέγεται για το σαγόνι νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.
-
λάχνος, ὁ, = λάχνη, μαλλί, σε Ομήρ. Οδ.
-
λαχνώδης, -ες (εἶδος), = λαχνήεις, χνουδωτός, σε Ευρ.
-
λᾰχοίην, Αττ. αντί λάχοιμι, ευκτ. αορ. βʹ του λαγχάνω.
-
λάχος, τό (λαγχάνω), μερίδιο που ορίζεται με κλήρο, Λατ. sors· I. μερίδιο που έχει ορισθεί σε κάποιον, κλήρος, μοίρα, σε Θέογν., Σοφ.· αξίωμα ή εργασία κάποιου, σε Αισχύλ. II. μερίδιο που λαμβάνεται με κλήρο, κλήρος, μερίδα, λαχνός, στον ίδ., Ξεν.
-
λᾰχών, μτχ. αορ. βʹ του λαγχάνω.
-
λαψεῦμαι ή λαψοῦμαι, Δωρ. αντί λήψομαι, μέλ. του λαμβάνω.
-
λάω[ᾰ] (Α), =βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· ὀξὺλάων, γρήγορος στη ματιά, σε Ομηρ. Ύμν.
-
λάω[ᾰ] (Β), αρχ. Δωρ. ρήμα, το οποίο απαντά μόνο σε ενεστ., = θέλω, εύχομαι, επιθυμώ· λῶ, λῇς, λῇ, λῶμες, λῆτε, λῶντι· βʹ και γʹ ενικ. υποτ. λῇς, λῇ, ευκτ. γʹ ενικ. λῴη· απαρ. λῆν· μτχ. τῷ λῶντι.
-
λᾱ-ώδης, -ες (εἶδος), λαϊκός, δημώδης, κοινός, Λατ. popularis, σε Πλούτ.
-
λέαινα, ἡ, θηλ. του λέοντος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.