Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [561 - 580]
-
κάπ, Επικ. αντί κατά πριν από τα π, φ, όπως στα κὰπ πεδίον, κὰπ φάλαρα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κἄπαγε, κράση αντί καὶ ἄπαγε.
-
κἀπαγώνιος, κράση αντί καὶ ἐπαγώνιος.
-
κἄπειτα, κράση αντί καὶ ἔπειτα.
-
κάπετον, Δωρ. αντί κατέπεσαν, σε Πίνδ.
-
κάπετος, ἡ (αντί σκάπετος, από το σκάπτω), χαντάκι, τάφρος, σε Ομήρ. Ιλ.· τρύπα, τάφος, στο ίδ., σε Σοφ.
-
κάπη[ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. κάπῃσι· (βλ. κάπτω)· φάτνη για την τροφή των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.
-
κᾰπηλεία, ἡ, μικρεμπόριο, διατήρηση πανδοχείου, σε Πλάτ.
-
κᾰπηλεῖον, τό, το μαγαζί του καπήλου, ιδίως, οινοπωλείο, ταβέρνα, Λατ. caupona, σε Αριστοφ.
-
κᾰπηλεύω, μέλ. -εύσω (κάπηλος)· I. είμαι μικρέμπορος, σε Ηρόδ.· δι' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευ', εμπορεύομαι, παζαρεύω λαχανικά, σε Ευρ. II. με αιτ., πουλώ λιανική, σε Ηρόδ.· μεταφ., καπηλεύειν μάχην, εξασκώ την τέχνη του πολέμου, Λατ. cauponari bellum, σε Αισχύλ.· καπηλεύουσα τὸν βίον, αυτή που παίζει παιχνίδια με την ζωή, που την διαφθείρει, σε Ανθ.· κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ, σε Κ.Δ.
-
κᾰπηλικός, -ή, -όν (κάπηλος)· 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε έμπορο λιανικής· ἡ καπηλική (ενν. τέχνη) = καπηλεία, σε Πλάτ. 2. αυτός που μοιάζει στη συμπεριφορά με μικροέμπορο, πανούργος, δόλιος, σε Ανθ.· επίρρ., καπηλικῶς ἔχειν, με μπαλώματα και έτοιμος για πώληση, σε Αριστοφ.
-
κᾰπηλίς, -ίδος, ἡ, θηλ. του κάπηλος, Λατ. copa, σε Αριστοφ.
-
κάπηλος, ὁ, 1. μικροέμπορος, μεταπωλητής, γυρολόγος, πλανόδιος έμπορος, πωλητής του δρόμου, πραματευτής, άνθρωπος που κάνει παζάρια, Λατ. institor, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το ἔμπορος, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· κ. ἀσπίδων, ὅπλων, προμηθευτής σε..., σε Αριστοφ. 2. ιδιοκτήτης καπηλειού, ταβερνιάρης, οινοπώλης, πανδοχέας, Λατ. caupo, στον ίδ. κ.λπ. 3. μεταφ., κ. πονηρίας, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, πανούργος, σε Δημ.
-
κἀπιβῶ, κράση αντί καὶ ἐπιβῶ (συνηρ. από το ἐπιβόα).
-
καπίθη, ἡ, μέτρο που χωρά δύο χοίνικας, σε Ξεν. (πιθ. περσική λέξη).
-
κἀπικείμεναι, κράση αντί καὶ ἐπικείμεναι.
-
κἀπιπείσομαι, κράση αντί καὶ ἐπιπείσομαι.
-
κἀπισημανθήσομαι, κράση αντί καὶ ἐπισημανθήσομαι.
-
κάπνη, ἡ, = καπνοδόχη, σε Αριστοφ.
-
καπνίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐκάπνισα, Επικ. γʹ πληθ. κάπνισσαν (καπνός)· I. δημιουργώ καπνό, δηλ. ανάβω φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. καπνίζω κάποιον, μαυρίζω κάποιον με καπνό, σε Δημ. 2. αμτβ., γίνομαι μαύρος απ' τον καπνό, σε Αριστοφ.