Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [521 - 540]
-
κάναστρον, τό, = κάνεον, πήλινο αγγείο, σε Επιγράμμ. Ομήρ.
-
κᾰνᾰχέω, μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ κανάχησα· κουδουνίζω, κρούω, ηχώ μεταλλικά, λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Οδ.
-
κᾰνᾰχή, ἡ, οξύς ήχος· κουδούνισμα ή κλαγγή μετάλλου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· καναχὴ δ' ἦν ἡμιόνοιϊν, μεγάλος θόρυβος, σε Ομήρ. Οδ.· ὀδόντων καναχή, τρίξιμο των δοντιών, σε Ομήρ. Ιλ.· καναχὰ αὐλῶν, ο ήχος των αυλών, σε Πίνδ. (για το ρήμα κανάσσω βλ. ἐγκάνασσω).
-
κᾰνᾰχηδά, επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το νερό, σε Ησίοδ.
-
κᾰνᾰχής, -ές, λέγεται για το νερό, αυτός που παφλάζει, σε Αισχύλ.
-
κᾰνᾰχίζω, μόνο σε παρατ., καναχέω, κουδουνίζω, σε Όμηρ.
-
κάνδυς, -υος, ὁ, μηδικός μανδύας με μανίκια, σε Ξεν.
-
κᾰνεῖν, απαρ. μέλ. του καίνω.
-
κάνεον[ᾰ], τό, Επικ. επίσης κάνειον, Αττ. κανοῦν (κάννα)· καλαμένιο καλάθι ή πανέρι, κάνιστρο για ψωμί, Λατ. canistrum, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης μεταλλικό, σε Όμηρ.· χρησιμοποιούνταν για το κριθάρι των σφαγίων στις θυσίες, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ, σε Ομήρ. Οδ.
-
κἀνέπτυτε, κράση αντί καὶ ἀνέπτυε.
-
κανῆν, Δωρ. αντί κανεῖν, απαρ. αορ. βʹ του καίνω.
-
κάνης, -ητος, ὁ (κάννα), καλαμένιο χαλάκι, ψάθα, τάπητας, στρωσίδι όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα παρά Πλουτ.
-
κᾰνηφορέω, μέλ. -ήσω, κρατώ το ιερό κάνιστρο σε πομπή, σε Αριστοφ.
-
κᾰνηφορία, ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.
-
κᾰνη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κρατά ιερό κάνιστρο· Κανηφόροι, αἱ, αυτές που κρατούν τα Ιερά Κάνιστρα· στην Αθήνα, παρθένες που έφεραν πάνω στα κεφάλια τους καλάθια που περιείχαν ιερά σκεύη που χρησιμοποιούνταν στις γιορτές προς τιμή της Δήμητρας, του Διονύσου και της Αθηνάς, σε Αριστοφ.
-
κάνθᾰρος, ὁ, Λατ. cantharus, I. το σκαθάρι που λατρεύονταν στην Αίγυπτο, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. Ναξιώτικο πλοιάριο, σε Αριστοφ. III. σημάδι ή ρόζιασμα όμοιο με σκαθάρι, πάνω στην γλώσσα του Αιγυπτίου θεού Άπις, σε Ηρόδ.
-
κἄνθεν, κράση αντί καὶ ἔνθεν.
-
κανθήλια, -ων, τά, Λατ. clitellae, σαμάρι, (λέγεται για φορτία ή τα κοφίνια, καλάθια, πανέρια που κρέμονταν στις πλευρές του σαμαριού), σε Αριστοφ.
-
κανθήλιος, ὁ, = κάνθων, είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη μεταφορά φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
-
κάνθων, -ωνος, ὁ, = κανθήλιος, υποζύγιο, γομάρι, σε Αριστοφ., Ανθ.