Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [461 - 480]
-
κάλπις, -ιδος, ἡ, αιτ. κάλπιν και κάλπιδα· αγγείο, δοχείο για άντληση νερού, υδρία ή στάμνα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· κληρωτίδα ή κάλπη για ψηφοφορία, σε Ανθ., Λουκ.· τεφροδόχη, αγγείο εναπόθεσης της τέφρας του νεκρού, σε Ανθ.
-
κάλτιος, ὁ, Σικελικός τύπος του Λατ. calceus, υπόδημα, παπούτσι, σε Πλούτ.
-
κᾰλύβη[ῠ], ἡ (καλύπτω), I. καλύβα, καμπίνα, θαλαμίσκος, κελί, Λατ. tugurium, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. καταφύγιο, παραπέτασμα, σε Ανθ.
-
κᾰλύβιον, τό, υποκορ. του προηγ., σε Πλούτ.
-
κᾰλῠκο-στέφᾰνος, -ον, στεφανωμένος με μπουμπούκια λουλουδιών, σε Ανθ.
-
κᾰλῠκῶπις, -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει όψη όμοια με μπουμπούκι λουλουδιού, δηλ. ντροπαλός, ανθηρός, ρόδινος, σε Ομηρ. Ύμν.
-
κάλυμμα, -ατος, τό (κᾰλύπτω)· 1. κάλυμμα κεφαλιού που χρησιμοποιείται από γυναίκες, κουκούλα, καλύπτρα, σκούφος ή πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ.· συνήθως την φορούσαν οι νύφες, σε Αισχύλ.· κάλυμμα που τοποθετούνταν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού, σε Σοφ. 2. τάφος, σε Ανθ.
-
κάλυξ[ᾰ], -ῠκος, ἡ (καλύπτω), περικάλυμμα, χρησιμοποιούμενο μόνο για λουλούδια, άνθη και καρπούς· I. 1. φλοιός ή περικάρπιο φυτών, σε Ηρόδ.· κάλυκος ἐν λοχεύμασι, δηλ. όταν αρχίσει να δένει ο καρπός, σε Αισχύλ. 2. κάλυκας άνθους, μπουμπούκι, μπουμπούκι τριαντάφυλλου, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ. II. σε Ομήρ. Ιλ. Σ. 401, κάλυκες, τα σκουλαρίκια έμοιαζαν, φαίνονταν σαν κάλυκες άνθους.
-
κᾰλύπτειρα, ἡ, = καλύπτρα, πέπλο, σε Ανθ.
-
κᾰλυπτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καλύπτω II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
-
κᾰλύπτρα, Ιων. -πτρη, ἡ, I. 1. πέπλο, βέλο γυναίκας, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., δνοφερὰ κ., το μαύρο πέπλο της νύχτας, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για γη που παραχωρείται σε βασίλισσες ως χρήματα για το βέλος τους (πρβλ. ζώνη I. 2), σε Πλάτ. II. σκέπασμα ή καπάκι φαρέτρας, σε Ηρόδ.
-
κᾰλύπτω (εκτετ. από τη √ΚΑΛΥΒ, βλ. καλύβη)· Επικ. παρατ. κάλυπτον, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ ἐκάλυψα, Επικ. καλ-. — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκαλυψάμην — Παθ., μέλ. καλυφθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκαλύφθην, παρακ. κεκάλυμμαι· γʹ ενικ. υπερσ. κεκάλυπτο· I. 1. καλύπτω με κάτι, παρδαλέῃ μετάφρενον κάλυψεν, σε Ομήρ. Ιλ.· νυκτὶ καλύψας, στο ίδ.· απλώς, σκεπάζω, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν, στο ίδ.· πέτραν χεὶρ ἐκάλυψεν, το χέρι του κάλυψε, έσφιξε την πέτρα, στο ίδ.· λέγεται για το θάνατο, τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμοὺς, στο ίδ. κ.λπ.· λέγεται για θρήνο, τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε, στο ίδ.· κ. χθονὶ γυῖα, δηλ. ενταφιάζομαι, σε Πίνδ.· επίσης, χθονί, τάφῳ κ., θάβω κάποιον άλλο, σε Αισχύλ. — Μέσ., σκεπάζομαι ή καλύπτομαι, σε Όμηρ.· — Παθ., ἀσπίδι κεκαλυμμένος ὤμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν χλαίνῃ κεκαλ., στο ίδ. κ.λπ. 2. όπως το κρύπτω, σκεπάζω ή κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω· κ. καρδίᾳ τι, σε Σοφ. — Παθ., κεκαλυμμένοι ἵππῳ, κρυμμένοι μέσα σε άλογο, σε Ομήρ. Οδ. 3. καλύπτω, σκεπάζω με ατιμία, συσκοτίζω μια υπόθεση, σὺ μὴ κάλυπτε Ἀθήνας, σε Σοφ. II. περιβάλλω, Λατ. circumdare, οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, θα συσσωρεύσω λάσπη πάνω του, στο ίδ.· ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας, στο ίδ.
-
Κᾰλυψώ, -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, η Καλυψώ, Νύμφη, κόρη του Άτλαντα, που κατοικούσε στο νησί της Ωγυγίας· ονομάστηκε έτσι επειδή έκρυψε (ἐκάλυψε) τον Οδυσσέα εκεί, σε Ομήρ. Οδ.
-
καλχαίνω (κάλχη), κυρίως, κάνω κάτι βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., καθιστώ κάτι σκοτεινό και το αναταράζω όπως τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, συλλογίζομαι, ζυγιάζω με το νου εις βάθος, σε Σοφ., Ευρ.
-
Κάλχας, -αντος, ὁ, ο Κάλχας, ο Μάντης των Ελλήνων στην Τροία, κυρίως ο Ερευνητής.
-
κάλχη, ἡ, βυσσινί πεταλίδα.
-
κᾰλώδιον, τό, υποκορ. του κάλως, λεπτό σχοινί, χοντρός σπάγγος, σε Αριστοφ., Θουκ.
-
καλῶς, επίρρ. από το καλός· βλ. καλός Γ.
-
κάλως[ᾰ], ὁ, γεν. κάλω, αιτ. κάλων· Επικ. και Ιων. κάλος, -ου, ὁ, I. καραβόσχοινο, σε Ομήρ. Οδ., όπου οι κάλοι διακρίνονται από πόδες (πόδια ιστίου, σκίτες), και ὑπέραι (μπράτσα)· κάλως ἐξιέναι, λύνω τα σχοινιά, δηλ. ανοίγω τα πανιά, σε Ευρ.· μεταφ., ἐχθροὶ γὰρ ἐξίασι πάντα δὴ κάλων, αφήνουν κάθε σχοινί, δηλ. καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, στον ίδ.· φόνιον ἐξίει κάλων, σε Αριστοφ. II. 1. γενικά, σχοινί, τριχιά, κάλων κατιέναι, κατεβάζω σχοινί για εξερεύνηση, σε Ηρόδ. 2. παλαμάρι, στον ίδ.· πρυμνήτης κ., το παλαμάρι της πρύμνης, σε Ευρ.· ἀπὸ κάλω παραπλεῖν, ρυμουλκούμαι στην ακτή, σε Θουκ.
-
κᾰλω-στρόφος, ὁ, (στρέφω), αυτός που κατασκευάζει σχοινιά, σε Πλούτ.