Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [441 - 460]
-
καλλί-φωνος, ὁ, ἡ (φωνή), αυτός που έχει όμορφη και μελωδική φωνή, σε Πλάτ.
-
καλλί-χορος, -ον, Επικ. αντί καλλί-χωρος· I. αυτός που έχει ωραίους τόπους, όπως στο εὐρύχορος αντί εὐρύχωρος, επίθ. που λέγεται για μεγάλες, εκτεταμένες πόλεις, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. II. 1. (χόρος) αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε όμορφους χορούς, σε Ευρ., Αριστοφ.· ὁ κ., πηγή κοντά στην Ελευσίνα, η δεξαμενή των καλών χορών, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. 2. αυτός που είναι επιδέξιος, καλός στον χορό, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Ευρ.
-
καλλίων[ῑ], -ον, γεν. -ονος, συγκρ. του καλός· βλ. καλός Β.
-
καλλονή, ἡ (κάλλος), ομορφιά, κάλλος, σε Ηρόδ., Ευρ.
-
κάλλος, -εος, Αττ. -ους, τό (καλός), 1. ομορφιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς κάλλος, προσπαθεί να φαίνεται όμορφη, προσπαθεί να επιδεικνύει την ομορφιά της, σε Ευρ.· αλλά, εἰς κ. ζῆν, χάριν ευχαρίστησης, ικανοποίησης, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα, ομορφιά, στον ίδ., Λουκ. 3. σε πληθ. επίσης, πολυτελή ενδύματα και υφάσματα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· κάλλεα κηροῦ, όμορφα έργα από κερί, δηλ. κηρήθρες, σε Ανθ.
-
καλλοσύνη, ἡ, ποιητ. αντί κάλλος, σε Ευρ.
-
κάλλυντρον, τό, εργαλείο καθαρισμού, σκούπα, σε Πλούτ.
-
καλλύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, (καλός). 1. εξωραΐζω· μεταφ., γυαλίζω, λουστράρω, σε Σοφ. 2. Μέσ., καμαρώνω, καυχιέμαι για κάτι, σε Πλάτ.
-
καλλ-ωπίζω, μέλ. -ίσω (ὤψ)· I. κυρίως, κάνω το πρόσωπο όμορφο· απ' όπου, στολίζω, δίνω ωραία όψη, σε Πλάτ. — Παθ., κεκαλλωπισμέναι τὸ χρῶμα, δηλ. βαμμένες, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., στολίζομαι, καλλωπίζομαι ή γίνομαι κομψός, σε Πλάτ.· μεταφ., περηφανεύομαι για κάτι, τινι ή ἐπί τινι, στον ίδ.· απόλ., κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι, καμαρώνω, λέγεται για άλογο, σε Ξεν. 2. προσποιούμαι ότι δεν θέλω, κάνω νάζια, τινι ή πρός τινα, απέναντι σε κάποιον, σε Πλάτ.· με απαρ., κ. παραιτεῖσθαι, προσποιούμαι ότι αποδοκιμάζω, σε Πλούτ.
-
καλλώπισμα, τό, στολισμός, κόσμημα, διακόσμηση, εξωραϊσμός, σε Πλάτ.
-
καλλωπισμός, ὁ, I. στολισμός, επίδειξη, φιγούρα, σε Πλάτ., Ξεν. II. διακόσμηση, διάκοσμος, εἰς κ., λέγεται για στολισμό, σε Ξεν.· καλλωπισμοὶ περὶ τὸ σῶμα, σε Πλάτ.
-
κᾰλο-διδάσκαλος, ὁ, δάσκαλος της αρετής, σε Κ.Δ.
-
κᾰλοκἀγᾰθία, ἡ, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του καλὸς κἀγαθός, ευγένεια, καλοσύνη, σε Ξεν., Δημ.
-
κᾰλοκἀγᾰθικός, -ή, -όν, 1. αυτός που ταιριάζει στον καλὸν κἀγαθόν, έντιμος· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ. 2. αυτός που έχει κλίση στην καλακἀγαθία, στον ίδ.
-
κᾰλοκἀγᾰθός, -όν, στους δόκιμους συγγραφείς το συναντάμε ξεχωριστό, δηλ. καλὸς κἀγαθός, ωραίος και αγαθός, ευγενής και αγαθός, χρησιμοποιείται για ευγενείς ή ευπατρίδες, Λατ. optimates, σε Ηρόδ., Αττ.· έπειτα, καλὸς κἀγαθός, σήμαινε τον τέλειο άνθρωπο, τον ιδανικό άνθρωπο, ως προς τον χαρακτήρα και τις πράξεις, σε Πλάτ., Ξεν.· λέγεται για το στρατό, σε Ξεν. κ.λπ.
-
κᾱλον, τό, ξύλο, αλλά με χρήση μόνο τον πληθ.· κᾶλα, καυσόξυλα (πιθ. από το καίω), σε Ομηρ. Ύμν.· κατειργασμένο ξύλο, λέγεται για ξυλουργό, κάμπυλα κ., σε Ησίοδ.
-
κᾱλο-πέδῑλα, τά (κᾶλον), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την αγελάδα ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.
-
κᾰλο-ποιέω, μέλ. -ήσω, κάνω το καλό, σε Κ.Δ.
-
κάλος, ὁ, Επικ. και Ιων. αντί κάλως, σχοινί.
-
καλός, -ή, -όν, όμορφος, ωραίος, δίκαιος, Λατ. pulcher, λέγεται ως χαρακτηριστικό της εξωτερικής μορφής, σε Όμηρ. κ.λπ.·
Α. I. 1. καλὸς δέμας, καλός στο σώμα, με καλή σωματική διάπλαση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, εἶδοςκάλλιστος, σε Ξεν.· καλὸς τὸ σῶμα, στον ίδ.· με απαρ., κ. εἰσοράασθαι, σε Όμηρ. 2. τὸ καλόν όπως το κάλλος, ομορφιά, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰ καλά, ευπρέπεια, σεμνότητα, ανθρωπιά, κοσμιότητα, αρετές του ανθρώπινου βίου, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. ως προς την χρήση, όμορφος, αίσιος, κατάλληλος, καλός, κ. λιμήν, σε Ομήρ. Οδ.· καλὸς εἴς τι, σε Ξεν.· πρός τι, σε Πλάτ.· με απαρ., κάλλιστος τρέχειν, σε Ξεν.· ιδίως στις ακόλουθες φράσεις, ἐνκαλῷ (τόπῳ), σε καλή θέση, σε Θουκ.· ἐν καλῷ τοῦ κόλπου, τῆς πόλεως, σε Ξεν.· ἐν κ. (ενν. χρόνῳ), την κατάλληλη ώρα, την κατάλληλη στιγμή, σε Ευρ.· ομοίως και, καλόν ἐστι, με απαρ., σε Σοφ. 2. λέγεται για θυσίες, καλός, αίσιος, ευοίωνος, ευνοϊκός, σε Αισχύλ. κ.λπ. III. 1. με ηθική σημασία, όμορφος, καλός, ευγενής, καλόν (ἐστι), με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· καλὰ ἔργματα, συγγενείς πράξεις, σε Πίνδ. κ.λπ. 2. τὸ καλόν, ηθική ομορφιά, αρετή, αντίθ. προς τὸ αἰσχρόν (τα honestum και turpe του Κικέρωνα), σε Ξεν., Πλάτ. IV.σε Αττ. όχι σπανίως ειρωνικά, όπως το Λατ. praeclarus, θαυμάσιος, λαμπρός, ευγενικός, κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος, ὥστε θαυμάσαι, σε Σοφ.· μετ' ὀνομάτων καλῶν, σε Θουκ. Β. ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ· συγκρ. καλλίων [ι], -ον, υπερθ. κάλλιστος, -η, -ον, σε Όμηρ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., καλόν ως επίρρ., καλὸν ἀείδειν κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως καλά, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ καλόν, σε Θεόκρ. II. 1. ομαλ. επίρρ. καλῶς, κυρίως με ηθική σημασία, καλώς, ορθώς, δικαίως, σε Ομήρ. Οδ.· καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι κ.λπ., σε Σοφ. κ.λπ.· οὐ καλῶς ταρβεῖς, στον ίδ.· συχνά στη φράση καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, σε Πλάτ. 2. λέγεται για καλή τύχη, καλώς, ευτυχώς, κ. πράσσειν = εὖ πρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· κ. ἔχειν, ευτυχώ ως προς κάτι, στον ίδ.· κ. ἔχει, με απαρ., είναι καλό να..., σε Ξεν. 3. καλῶς = πάνυ, τελείως, κ. ἔξοιδα, σε Σοφ.· ομοίως και στον συγκρ., κάλλιον εἰδέναι, σε Πλάτ.· και σε υπερθ., κάλλιστα, σε Σοφ. κ.λπ. 4. κ. ποιῶν, ως επίρρ., ορθώς, δικαίως, Λατ. merito, κ. ποιῶν ἀπόλλυται, σε Αριστοφ. 5. σε απαντήσεις, ως επιδοκιμασία των λόγων του προηγούμενου ομιλητή, πολύ καλά! Λατ. euge, σε Ευρ., Δημ.· αλλά επίσης, όταν αρνείται κάποιος μια προσφορά ευγενικά ή με ειρωνεία, σ' ευχαριστώ! Λατ. benigne, σε Αριστοφ.· και στον υπερθ. κάλλιστ', ἐπαινῶ, στον ίδ. 6. ειρων., λαμπρά, Λατ. belle, σε Σοφ., Ευρ. Δ. ΠΟΣΟΤΗΤΑ· ᾱ στους Επικ. Ποιητές, ᾰ σε Αττ.· σε μεταγεν. Ποιητές ᾰ ή ᾱ, αντιστοίχως των απαιτήσεων, των αναγκών δηλ. του μέτρου.