Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3481 - 3500]
κωδωνο-φορέω, μέλ. -ήσω, μεταφέρω κουδούνι, επισκέπτομαι τις σκοπιές, σε Αριστοφ.Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, περιφέρεται το κουδούνι παντού, δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.
κώεα, κώεσι, ονομ. και δοτ. πληθ. του κῶας.
κώθων, -ωνος, , λακωνικό δοχείο που προοριζόταν για την πόση, σε Αριστοφ.
Κώιος, , -ον, συνηρ. Κῷος.
κώκῡμα, -ατος, τό, θρήνος, κραυγή, σε Αισχύλ., Σοφ.
κωκῡτός, , I. θρήνος, κραυγή, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. Κωκῡτός, , ο Κωκυτός, ο ποταμός του θρήνου (πρβλ. Ἀχέρων), ένας από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
κωκύω, μέλ. -ύσω [ῡ], -ύσομαι, αόρ. αʹ ἐκώκῡσα, Επικ. κώκῡσα· I. ουρλιάζω, κραυγάζω, θρηνώ, οδύρομαι, κυρίως για τις γυναίκες, σε Όμηρ. 2. με αιτ., θρηνώ πάνω σε νεκρό, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ.
κωλ-αγρέτης ή -ακρέτης, -ου, (κωλῆ, ἀγρέω), συλλέκτης των κομματιών σε θυσία, όνομα άρχοντα της Αθήνας, που ήταν υπεύθυνος του δημόσιου τραπεζιού στο Πρυτανείο και πλήρωνε τους δικαστές, σε Αριστοφ.· κωλαγρέτου γάλα, κωμικά αντί μισθοῦ δικαστικοῦ, στον ίδ.
κωλῆ, (κῶλον), το οστό του μηρού μαζί με τη σάρκα, γλουτός, ιδίως, λέγεται για το γουρούνι, σε Αριστοφ., Ξεν.
κώληψ, -ηπος, , βαθούλωμα κνημών, Λατ. poples, σε Ομήρ. Ιλ.
Κωλιάς (ενν. ἄκρα), -άδος, , ακρωτήριο της Αττικής με ναό της Αφροδίτης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
κῶλον, τό, I. 1. μέλος, άκρο του σώματος, ιδίως, το πόδι, σε Τραγ. 2. λέγεται για φυτά, χοντρό κλαδί δέντρου, σε Ανθ. II. 1. μέρος από οτιδήποτε, όπως τμήμα κτιρίου, π.χ. πλάγια ή μετώπη, σε Ηρόδ. 2. ένα σκέλος ή μισό διάστημα ενός αγώνα δρόμου (δίαυλος), σε Αισχύλ. 3. μέλος ή κώλο πρότασης, Λατ. membrum, σε Αριστ.
κώλῡμα, -ατοςτό (κωλύω), I. παρεμπόδιση, παρακώλυση, εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Ευρ., Θουκ. II. άμυνα εναντίον κάποιου πράγματος, αντίσταση, προφύλαξη, σε Θουκ.
κωλύμη[ῡ], = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.
κωλῡτέον, ρημ. επίθ. του κωλύω, αυτό που πρέπει να κρύψει, σε Ξεν.
κωλῡτής, -οῦ, (κωλύω), αυτός που εμποδίζει, παρακωλύει, σε Θουκ.
κωλῡτικός, , -όν, παρακωλυτικός, προληπτικός, σε Ξεν.
κωλύω[ῠ], μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐκώλῡσα, παρακ. κεκώλυκαΠαθ., μέλ. κωλῡθήσομαι και στον Μέσ. τύπο κωλύσομαι· αόρ. αʹ ἐκωλύθην [ῡ], παρακ. κεκώλῡμαι· εμποδίζω, σταματώ, απαγορεύω· 1. με αιτ. και απαρ., εμποδίζω ή κωλύω κάποιον από το να κάνει, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.Παθ., εμποδίζομαι, τοῦ ὕδατος πιεῖν, από το να πιει νερό, σε Πλάτ.· κωλυόμεσθα μὴ μαθεῖν, σε Ευρ.· σπανίως με μτχ., μὴ κωλύωνται περαιούμενοι, σε Θουκ. 2. με γεν. πράγμ., κ. τινά τινος, εμποδίζω κάποιον από το να κάνει, σε Ξεν.· ομοίως, κ. τινὰ ἀπό τινος, στον ίδ. 3. με αιτ. πράγμ., εμποδίζω, αποτρέπω, κωλύω, κωλυσιεργώ, σε Ευρ., Θουκ.Παθ., μηδὲ δαπάνῃ κεκωλύσθω, και ας μην υπάρχει κανένα εμπόδιο λόγω δαπανών, σε Θουκ. 4. απόλ., ὁ κωλύσων, αυτός που εμποδίζει, σε Σοφ.· τὸ κωλῦον, εμπόδιο, κώλυμα, σε Ξεν. 5. συχνά στο γʹ πρόσ., οὐδὲν κωλύει, δεν υπάρχει τίποτα να εμποδίσει, με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οὐδὲν κωλύει, απόλ. ως μορφή συγκατάθεσης, τίποτα δεν εμποδίζει, ας γίνει, σε Αριστοφ.
κωλώτης, -ου, , πιθ. ἀσκαλαβώτης, σε Βάβρ.
κῶμα, -ατος, τό (κεῖμαι), βαθύς ύπνος, λήθαργο, ύπνος γαλήνιος, Λατ. sopor, σε Όμηρ., Ησίοδ.