Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3441 - 3460]
-
Κύρνος, ἡ, η Κύρνος, παλιό όνομα της Κορσικής, σε Ηρόδ.· οἱ Κύρνιοι, στον ίδ.
-
Κῦρος, ὁ, ο Κύρος· 1. ὁ πρότερος, ο γηραιότερος Κύρος, σε Ηρόδ. 2. ὁ νεώτερος, ο αδερφός του Αρταξέρξη, σε Ξεν.
-
κῦρος, -εος, τό, I. ανώτατη εξουσία, αρχή, ύψιστη δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. επιβεβαίωση, εγκυρότητα, επικύρωση, ασφάλεια, σε Σοφ.
-
κῡρόω, μέλ. -ώσω, 1. επικυρώνω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, καθορίζω, Λατ. ratum facere, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., εκτελώ τους σκοπούς μου, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκεκριμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, κεκύρωται τέλος, το τέλος έχει ορισθεί ή αποφασισθεί, σε Αισχύλ.· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πριν εκτελεσθούν, σε Ευρ.· απρόσ. με απαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, αποφασίστηκε να πολεμήσει, σε Ηρόδ.· ἐκυρώθη ναυμαχέειν, στον ίδ. 2. κ. δίκην, αποφαίνομαι, σε Αισχύλ.
-
κύρσαι, απαρ. αορ. αʹ του κύρω (βλ. κυρέω)· κύρσω, μέλ.
-
κυρτευτής, -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.
-
κύρτη, ἡ, καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.
-
κύρτος, ὁ, 1. = το προηγ., σε Πλάτ. 2. κλουβί πουλιών, Λατ. cavea, σε Ανθ.
-
κυρτός, -ή, -όν, καμπυλωτός, τοξωτός, αψιδωτός, λέγεται για κύμα που ξεσπά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὤμω κυρτώ, κυρτωμένοι, καμπουριαστοί, στο ίδ.· κ. τροχός, σε Ευρ.
-
κυρτόω, μέλ. -ώσω, σκαλίζω ή λαξεύω σε αψίδα, κυρτῶν νῶτα, λέγεται για ταύρο που ετοιμάζεται να επιτεθεί, σε Ευρ.· κ. λαίφεα, σε Ανθ. — Παθ., σχηματίζω καμάρα ή αψίδα, λέγεται για κύμα που σπάζει, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
-
κύρω, βλ. κυρέω.
-
κύρωσις[ῡ], -εως, ἡ (κυρόω), επικύρωση, γνησιότητα, σε Θουκ., Πλάτ.
-
κύσαι[ῠ], I. Επικ. κύσσαι, απαρ. αορ. αʹ του κυνέω· άλλα. II.κύσαι του κύω.
-
κῡσαμένη, μτχ. θηλ. Μέσ. αορ. αʹ του κύω II.
-
κύσσαι, Επικ. αντί κύσαι [ῠ], απαρ. αορ. αʹ του κυνέω.
-
κύστις, -εως και -ίος, ἡ (κύω), κύστη, φούσκα, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
-
κύσω[ῠ], μέλ. του κυνέω.
-
κύτῐσος[ῠ], ὁ, κύτισος, είδος τριφυλιού, σε Θεόκρ.
-
κυτμίς, -ίδος, ἡ, είδος έμπλαστρου, σε Λουκ.
-
κῠτο-γάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ευρύχωρη κοιλιά, σε Ανθ.