Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3441 - 3460]
Κύρνος, , η Κύρνος, παλιό όνομα της Κορσικής, σε Ηρόδ.· οἱ Κύρνιοι, στον ίδ.
Κῦρος, , ο Κύρος· 1. ὁ πρότερος, ο γηραιότερος Κύρος, σε Ηρόδ. 2. ὁ νεώτερος, ο αδερφός του Αρταξέρξη, σε Ξεν.
κῦρος, -εος, τό, I. ανώτατη εξουσία, αρχή, ύψιστη δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. επιβεβαίωση, εγκυρότητα, επικύρωση, ασφάλεια, σε Σοφ.
κῡρόω, μέλ. -ώσω, 1. επικυρώνω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, καθορίζω, Λατ. ratum facere, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.Μέσ., εκτελώ τους σκοπούς μου, σε Πλάτ.Παθ., είμαι εγκεκριμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, κεκύρωται τέλος, το τέλος έχει ορισθεί ή αποφασισθεί, σε Αισχύλ.· πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς, πριν εκτελεσθούν, σε Ευρ.· απρόσ. με απαρ., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν, αποφασίστηκε να πολεμήσει, σε Ηρόδ.· ἐκυρώθη ναυμαχέειν, στον ίδ. 2. κ. δίκην, αποφαίνομαι, σε Αισχύλ.
κύρσαι, απαρ. αορ. αʹ του κύρω (βλ. κυρέωκύρσω, μέλ.
κυρτευτής, -οῦ, , αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.
κύρτη, , καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.
κύρτος, , 1. = το προηγ., σε Πλάτ. 2. κλουβί πουλιών, Λατ. cavea, σε Ανθ.
κυρτός, , -όν, καμπυλωτός, τοξωτός, αψιδωτός, λέγεται για κύμα που ξεσπά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὤμω κυρτώ, κυρτωμένοι, καμπουριαστοί, στο ίδ.· κ. τροχός, σε Ευρ.
κυρτόω, μέλ. -ώσω, σκαλίζω ή λαξεύω σε αψίδα, κυρτῶν νῶτα, λέγεται για ταύρο που ετοιμάζεται να επιτεθεί, σε Ευρ.· κ. λαίφεα, σε Ανθ.Παθ., σχηματίζω καμάρα ή αψίδα, λέγεται για κύμα που σπάζει, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
κύρω, βλ. κυρέω.
κύρωσις[ῡ], -εως, (κυρόω), επικύρωση, γνησιότητα, σε Θουκ., Πλάτ.
κύσαι[ῠ], I. Επικ. κύσσαι, απαρ. αορ. αʹ του κυνέω· άλλα. II.κύσαι του κύω.
κῡσαμένη, μτχ. θηλ. Μέσ. αορ. αʹ του κύω II.
κύσσαι, Επικ. αντί κύσαι [ῠ], απαρ. αορ. αʹ του κυνέω.
κύστις, -εως και -ίος, (κύω), κύστη, φούσκα, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
κύσω[ῠ], μέλ. του κυνέω.
κύτῐσος[ῠ], , κύτισος, είδος τριφυλιού, σε Θεόκρ.
κυτμίς, -ίδος, , είδος έμπλαστρου, σε Λουκ.
κῠτο-γάστωρ, -ορος, , , αυτός που έχει ευρύχωρη κοιλιά, σε Ανθ.