Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3381 - 3400]
κῠνῐδεύς, -έως, , κουτάβι (πρβλ. λαγιδεύς, λυκιδεύς), σε Θεόκρ.
κῠνίδιον, τό, υποκορ. του κύων, μικρός σκύλος, κουτάβι, σκυλάκι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
κῠνίζω (κύων), κάνω τον σκύλο· μεταφ., ζω όπως ένας Κυνικός φιλόσοφος, όπως κάποιος που ανήκει στην κάστα του, σε Λουκ.
κῠνῐκός, , -όν (κύων), I. όμοιος με σκύλο, Λατ. caninus, σε Ξεν. II. Κυνικός, , Κυνικός, όπως ονομάζονταν οι ακόλουθοι του φιλόσοφου Αντισθένη, σε Πλούτ.
κῠνίσκη, (κύων), μικρή σκυλίτσα, σε Αριστοφ.
κῠνίσκος, (κύων), 1. νεαρός σκύλος, κουτάβι, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., μικρός κυνικός φιλόσοφος, σε Λουκ.
κῠνισμός, το φιλοσοφικό σύστημα, ο τρόπος και η ζωή των Κυνικών φιλοσόφων, σε Λουκ.
κῠν-όδους, -οντος, , κυνόδοντας, σε Ξεν. κ.λπ.
κῠνο-δρομέω, μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.
κῠνο-θαρσής, -ές (θάρσος), θρασύς, αδιάντροπος όπως ο σκύλος, σε Θεόκρ.
κῠνο-κέφᾰλος, -ον (κεφαλή), 1. αυτός που έχει κεφάλι σκύλου· οἱ Κυνοκέφαλοι, όνομα λαού, σε Ηρόδ. 2. κυνοπρόσωπος πίθηκος, σε Πλάτ., Λουκ. (κυνοκεφάλῳ, στον Αριστοφ.)
κῠνο-κλόπος, -ον (κλέπτω), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.
κῠνο-κοπέω, μέλ. -ήσω (κόπτω), χτυπώ όπως έναν σκύλο, σε Αριστοφ.
κῠνό-μυια, = κυνάμυια, σε Ανθ., Λουκ.
κῠνο-πρόσωπος, -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.
Κῠνόσαργες, -εος, τό, γυμνάσιο έξω από την Αθήνα, για τη φοίτηση όσων δεν ήταν γνήσιοι Αθηναίοι, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ. (άγν. προέλ.).
κῠνόσ-βᾰτος, και , σκυλο-άγκαθο ή είδος άγριου τριαντάφυλλου, σε Θεόκρ.
κῠνόσ-ουρα, , ουρά σκύλου, όνομα του αστερισμού της μικρής Άρκτου, σε Άρατ.
κῠνο-σπάρακτος, -ον (σπαράσσω), κατασπαραγμένος από σκυλιά, σε Σοφ.
κυν-οῦχος, (ἔχω), I. αυτός που έχει σκύλο, λουρί σκύλου, σε Ανθ. II. σάκος από δέρμα σκύλου, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι, σε Ξεν.