Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3361 - 3380]
κῠνά-μυια[νᾰ], , σκυλόμυγα, δηλ. αδιάντροπη μύγα, ονειδιστικό επίθετο αδιάντροπης γυναίκας, σε Ομήρ. Ιλ.
κῠνάριον, τό, υποκορ. του κύων, μικρός σκύλος, σκυλάκι, σε Ξεν. κ.λπ.
κῠνάς, -άδος, θηλ. επίθ. για σκύλο· ως ουσ. (ενν. θρίξ), το τρίχωμα σκύλου, λέγεται για κακή προβιά, σε Θεόκρ.
κῠνάω = κυνίζω, φέρομαι ως Κυνικός, σε Λουκ.
κῠνέη, Αττ. συνηρ. κυνῆ (αρχικά θηλ. του κύνεος, δορά), · το δέρμα του σκύλου· έπειτα, δερμάτινη κάπα, όχι απαραίτητα από δέρμα σκύλου, γιατί βρίσκουμε κ. ταυρείη, κτιδέη κ.λπ., σε Όμηρ.
κύνειος[ῠ], , -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει, χαρακτηρίζει το σκύλο, σε Αριστοφ.· κ. θάνατος, θάνατος σκύλου, στον ίδ.· τὰ κύνεια (ενν. κρέα), σάρκα σκύλου, στον ίδ.
κύνεος[ῠ], , -ον (κύων), = το προηγ., σε Ανθ.· μεταφ., αδιάντροπος, αναίσχυντος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
κυνέω[ῠ], Επικ. παρατ. κύνεον· μέλ. κῠνήσομαι, έπειτα κύσω [ῠ], ποιητ. κύσσω· αόρ. αʹ ἐκύνησα, επίσης ἔκῠσα, Επικ. κύσα [ῠ], ἔκυσσα, κύσσα· 1. ασπάζομαι, φιλώ, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ. 2. προσκυνέω, σε Ευρ.
κῠνηγεσία, Δωρ. κυνᾱγ-, , μεταγεν. τύπος του επόμ. (σημασία II), σε Πλούτ.
κῠνηγέσιον, τό, I. κυνηγετική συνοδεία, κυνηγοί και λαγωνικά, πλήθος σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν. II. κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ. III. αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, θήραμα, σε Ξεν.
κῠνηγετέω, Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης), I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ. II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.
κῠν-ηγέτης, -ου, , Δωρ. κυνᾱγ-, κυνηγός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ, κάποιος που διεκδικεί έπαθλο στην πάλη, σε Πίνδ.· θηλ. κυνηγέτις, σε Δωρ. -ᾱγέτις, -ιδος, γυναίκα κυνηγός, σε Ανθ.
κῠνηγετικός, , -όν, αυτός που χαρακτηρίζει το κυνήγι, λάτρης του κυνηγιού, σε Πλάτ.· ὁ κυνηγετικός (λόγος), όνομα έργου του Ξενοφώντα για το κυνήγι.
κῠνηγέτις, -ιδος, , θηλ. του κυνηγέτης.
κῠνηγέω, Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. -ήσω, (κυνηγός), κυνηγώ, καταδιώκω, μεταγεν. τύπος του κυνηγετέω, σε Πλούτ.
κῠνηγία, Δωρ. κυνᾱγία, , κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Τραγ.
κῠνήγιον, τό = κυνηγέσιον, θήρα, κυνήγι, σε Πλούτ.
κῠνηγός, βλ. κυναγός.
κῠνηδόν, επίρρ. (κύων), όπως ο σκύλος, σε Αριστοφ.
Κύνθος[ῡ], , βουνό στη Δήλο, γενέτειρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ομηρ. Ύμν.· απ' όπου ο Απόλλωνας αποκαλείται Κύνθιος και Κυνθο-γενής, γεννημένος στην Κύνθο, σε Αριστοφ., Ανθ.