Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3361 - 3380]
-
κῠνά-μυια[νᾰ], ἡ, σκυλόμυγα, δηλ. αδιάντροπη μύγα, ονειδιστικό επίθετο αδιάντροπης γυναίκας, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κῠνάριον, τό, υποκορ. του κύων, μικρός σκύλος, σκυλάκι, σε Ξεν. κ.λπ.
-
κῠνάς, -άδος, θηλ. επίθ. για σκύλο· ως ουσ. (ενν. θρίξ), το τρίχωμα σκύλου, λέγεται για κακή προβιά, σε Θεόκρ.
-
κῠνάω = κυνίζω, φέρομαι ως Κυνικός, σε Λουκ.
-
κῠνέη, Αττ. συνηρ. κυνῆ (αρχικά θηλ. του κύνεος, δορά), ἡ· το δέρμα του σκύλου· έπειτα, δερμάτινη κάπα, όχι απαραίτητα από δέρμα σκύλου, γιατί βρίσκουμε κ. ταυρείη, κτιδέη κ.λπ., σε Όμηρ.
-
κύνειος[ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει, χαρακτηρίζει το σκύλο, σε Αριστοφ.· κ. θάνατος, θάνατος σκύλου, στον ίδ.· τὰ κύνεια (ενν. κρέα), σάρκα σκύλου, στον ίδ.
-
κύνεος[ῠ], -α, -ον (κύων), = το προηγ., σε Ανθ.· μεταφ., αδιάντροπος, αναίσχυντος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
-
κυνέω[ῠ], Επικ. παρατ. κύνεον· μέλ. κῠνήσομαι, έπειτα κύσω [ῠ], ποιητ. κύσσω· αόρ. αʹ ἐκύνησα, επίσης ἔκῠσα, Επικ. κύσα [ῠ], ἔκυσσα, κύσσα· 1. ασπάζομαι, φιλώ, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ. 2. προσκυνέω, σε Ευρ.
-
κῠνηγεσία, Δωρ. κυνᾱγ-, ἡ, μεταγεν. τύπος του επόμ. (σημασία II), σε Πλούτ.
-
κῠνηγέσιον, τό, I. κυνηγετική συνοδεία, κυνηγοί και λαγωνικά, πλήθος σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν. II. κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ. III. αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, θήραμα, σε Ξεν.
-
κῠνηγετέω, Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης), I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ. II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.
-
κῠν-ηγέτης, -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, κυνηγός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ, κάποιος που διεκδικεί έπαθλο στην πάλη, σε Πίνδ.· θηλ. κυνηγέτις, σε Δωρ. -ᾱγέτις, -ιδος, γυναίκα κυνηγός, σε Ανθ.
-
κῠνηγετικός, -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει το κυνήγι, λάτρης του κυνηγιού, σε Πλάτ.· ὁ κυνηγετικός (λόγος), όνομα έργου του Ξενοφώντα για το κυνήγι.
-
κῠνηγέτις, -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.
-
κῠνηγέω, Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. -ήσω, (κυνηγός), κυνηγώ, καταδιώκω, μεταγεν. τύπος του κυνηγετέω, σε Πλούτ.
-
κῠνηγία, Δωρ. κυνᾱγία, ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Τραγ.
-
κῠνήγιον, τό = κυνηγέσιον, θήρα, κυνήγι, σε Πλούτ.
-
κῠνηγός, βλ. κυναγός.
-
κῠνηδόν, επίρρ. (κύων), όπως ο σκύλος, σε Αριστοφ.
-
Κύνθος[ῡ], ὁ, βουνό στη Δήλο, γενέτειρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ομηρ. Ύμν.· απ' όπου ο Απόλλωνας αποκαλείται Κύνθιος και Κυνθο-γενής, γεννημένος στην Κύνθο, σε Αριστοφ., Ανθ.